<<Απόγευμα της παραμονής του Λαζάρου.
Όξω από την <<Απάνω Ρούα>> του Κάστρου ο μπάρμπα Λίας με το γέρω- Βαρδή - δράκο κρητικό, που κατέφυγε με άλλους στο νησί, ύστερ' από μία απ' τις πολλές επαναστάσεις της Κρήτης - καθόντουσαν στην πεζούλα και τα έλεγαν. Την κουβέντα τους έκοψε η Μαμουνίδαινα, η κόρη του μπάρμπα Λία:
- Έλα, Πατέρα, κι η Ελένη με τον Κωσταντή μαλλιοκουρδιάζονται πάλι.
Ο γέρω- Βαρδής τότε για να μη στεναχωρεθή ο φίλους του:
- Κουβέντα, λέω δα, να γίνεται, είπε.
Μα εκείνος, θέλοντας να σώση το γόητρο του σπιτιού του:
- Φτώχεια α α, φτώχεια, Βαρδή μου, η φτώχεια φέρνει τη γρίνια.
Και πραγματικά ο Κωσταντής υπέφερε πολύ εκείνο το χρόνο, γιατί με την αρρώστεια του, ήτανε ξέμπαρκος όλο το χειμώνα. <<Γεμιτζής>> ήταν η δουλειά του και ταξίδευε πάντα με τα καΐκια του νησιού. Κι ήταν φιλότιμος και καλός. Όταν εγύριζε από το ταξίδι, με τ' άλλα ποδοσίδια δεν ξεχνούσε να ικανοποιήση το μεράκι της γυναίκας του, φέρνοντάς της χρωματιστές γυαλιστερές κόλλες χαρτί, που τις έκοβε λουρίδες και τις έπλεκε αλυσσιδωτά, για να στολίση τα κάδρα και τον καθρέφτη. Έτσι το νοικοκυριό των πανηγύριζε ολοχρονίς, σημαιοστολισμένο και τη χρονιά αυτή της φτώχειας και της γρίνιας.
Μόλις εγύρισε λοιπόν, κουρασμένος ο Κωσταντής, εκείνο το απόγευμα απ' τα Μναστήρια, όπου ο Μάρκος, ο εκκλησάρης της Παναγιάς, τον είχε από το πρωί για να τον βοηθήση να κόψουν τα <<βάγια>>. Του Μάρκου ήτανε η μοναδική βαγιά του νησιού και την εμαδούσε κυριολεκτικά κάθε χρόνο για να ευχαριστήση τους έξι παπάδες, που ετοίμαζαν τα βάγια για το <<μονοκλήσι>> της Κυριακής. Και θα τον έπαιρνε και έπειτα από την λιτανεία της γιορτής μαζί του τον Κωσταντή να μαζέψουν απ' τις νοικοκυράδες τα <<φάδια>>, για το κερί της Παναγιάς όλου του χρόνου.
Έτσι κατακουρασμένος λοιπόν αντίκρυσε τη γυναίκα του να του ετοιμάζη τον <<Πούσου - Λάζαρο>>. Είχε μαζέψει φρέσκες μαντελίδες και στόλιζε έναν καλαμένιο σταυρό. Αγανάχτησε για τα καλά:
- Κα μωρή Ελένη, παιδάκι είμαι τώρα για να βγω να τα πώ;
- Ε, καμένε μου, που να σε φάη το αντιμάμαλο τσι θάλασσας, να μαζέψης κανένα αυγό να το πασκάσωμε και μεις σαν όλοι τσι Χριστιανοί, του αποκρίθηκε ψευδά η κερά- Λένη του.
Στη σκέψη μιας νηστικής Πασχαλιάς ο Κωσταντής υποχώρησε.
Και τώντες, την επαύριο,ο κόπος του δεν πήγε χαμένος. Το καλαθάκι εγέμισε αυγά, που θα τους έβαφε κόκκινα τη Μεγάλη Πέμπτη ο Πανταζής, όπως στους περισσότερους του νησιού, αραδιάζοντας ταστεία του.
Σα γύρισε πια το μεσημέρι ευχαριστημένος ο Κωσταντής, πέρασε κι απ' το φούρνο τση κερά Μαρίας τση Χρίσταινας, καλονοικοκυράς της γειτονιάς του, γεμάτης καλωσύνη, να της τα πη:
Όξω από την <<Απάνω Ρούα>> του Κάστρου ο μπάρμπα Λίας με το γέρω- Βαρδή - δράκο κρητικό, που κατέφυγε με άλλους στο νησί, ύστερ' από μία απ' τις πολλές επαναστάσεις της Κρήτης - καθόντουσαν στην πεζούλα και τα έλεγαν. Την κουβέντα τους έκοψε η Μαμουνίδαινα, η κόρη του μπάρμπα Λία:
- Έλα, Πατέρα, κι η Ελένη με τον Κωσταντή μαλλιοκουρδιάζονται πάλι.
Ο γέρω- Βαρδής τότε για να μη στεναχωρεθή ο φίλους του:
- Κουβέντα, λέω δα, να γίνεται, είπε.
Μα εκείνος, θέλοντας να σώση το γόητρο του σπιτιού του:
- Φτώχεια α α, φτώχεια, Βαρδή μου, η φτώχεια φέρνει τη γρίνια.
Και πραγματικά ο Κωσταντής υπέφερε πολύ εκείνο το χρόνο, γιατί με την αρρώστεια του, ήτανε ξέμπαρκος όλο το χειμώνα. <<Γεμιτζής>> ήταν η δουλειά του και ταξίδευε πάντα με τα καΐκια του νησιού. Κι ήταν φιλότιμος και καλός. Όταν εγύριζε από το ταξίδι, με τ' άλλα ποδοσίδια δεν ξεχνούσε να ικανοποιήση το μεράκι της γυναίκας του, φέρνοντάς της χρωματιστές γυαλιστερές κόλλες χαρτί, που τις έκοβε λουρίδες και τις έπλεκε αλυσσιδωτά, για να στολίση τα κάδρα και τον καθρέφτη. Έτσι το νοικοκυριό των πανηγύριζε ολοχρονίς, σημαιοστολισμένο και τη χρονιά αυτή της φτώχειας και της γρίνιας.
Μόλις εγύρισε λοιπόν, κουρασμένος ο Κωσταντής, εκείνο το απόγευμα απ' τα Μναστήρια, όπου ο Μάρκος, ο εκκλησάρης της Παναγιάς, τον είχε από το πρωί για να τον βοηθήση να κόψουν τα <<βάγια>>. Του Μάρκου ήτανε η μοναδική βαγιά του νησιού και την εμαδούσε κυριολεκτικά κάθε χρόνο για να ευχαριστήση τους έξι παπάδες, που ετοίμαζαν τα βάγια για το <<μονοκλήσι>> της Κυριακής. Και θα τον έπαιρνε και έπειτα από την λιτανεία της γιορτής μαζί του τον Κωσταντή να μαζέψουν απ' τις νοικοκυράδες τα <<φάδια>>, για το κερί της Παναγιάς όλου του χρόνου.
Έτσι κατακουρασμένος λοιπόν αντίκρυσε τη γυναίκα του να του ετοιμάζη τον <<Πούσου - Λάζαρο>>. Είχε μαζέψει φρέσκες μαντελίδες και στόλιζε έναν καλαμένιο σταυρό. Αγανάχτησε για τα καλά:
- Κα μωρή Ελένη, παιδάκι είμαι τώρα για να βγω να τα πώ;
- Ε, καμένε μου, που να σε φάη το αντιμάμαλο τσι θάλασσας, να μαζέψης κανένα αυγό να το πασκάσωμε και μεις σαν όλοι τσι Χριστιανοί, του αποκρίθηκε ψευδά η κερά- Λένη του.
Στη σκέψη μιας νηστικής Πασχαλιάς ο Κωσταντής υποχώρησε.
Και τώντες, την επαύριο,ο κόπος του δεν πήγε χαμένος. Το καλαθάκι εγέμισε αυγά, που θα τους έβαφε κόκκινα τη Μεγάλη Πέμπτη ο Πανταζής, όπως στους περισσότερους του νησιού, αραδιάζοντας ταστεία του.
Σα γύρισε πια το μεσημέρι ευχαριστημένος ο Κωσταντής, πέρασε κι απ' το φούρνο τση κερά Μαρίας τση Χρίσταινας, καλονοικοκυράς της γειτονιάς του, γεμάτης καλωσύνη, να της τα πη:
<< Πούσου Λάζαρε, πουν' η φωνή σου,
Πού σε κλαίγανε οι αδερφοί σου;
Πούσουνε στη γη βαθιά χωσμένος
Και με τους νεκρούς αποθαμένος.
Ήρθ' ο Κύριος κι ανέστησέ σε
Και με τα κεριά ανέβασέ σε.
Ωχ αφέντη μου, καλέμ' αφέντη,
Το κοντύλι σου τρεις αγίους γράφει.
Άη Θόδωρος, κι άης Δημήτρης
Κι άης Στρατηγός, να μας φυλάη.
Κι από χρόνου>>!
Και στάθηκε στην καλή ώρα ο Κωσταντής, γιατί ίσα-ίσα εκείνη τη στιγμή η κερά Μαρία ξεφούρνιζε και τον φίλεψε με ένα <<Λάζαρο>>, μια καλοζυμωμένη και καλοψημένη φραντζόλα που της είχε δώσει- κατά το έθιμο- ανθρώπινο σχήμα, την είχε πασπαλίσει με σουσάμι και στολίσει από πάνω έως κάτω με κομμάτια σύκα. Θα την έτρωγε, όπως όλοι, η φαμέλια του τη Μεγαλοβδομάδα.
Με την ανέχεια ήταν η γρίνια, μα με <<το έχει>> η αγάπη και η χαρά εγύρισε στο σπίτι. Και το βράδυ η κερά Λένη καληνύχτισε τον καλό της.
- Κοιμήσου δα, Κωσταντή, να ξεκουραστής. Και το πρωί να πας στην Παναγιά, να μου φέρης το βάγιο για το καλό του σπιτιού.
Κι ο Κωσταντής κουνώντας ειρωνικά το κεφάλι της απάντησε:
- Δός μου το <<βάγιο>> τω Βαγιώ
και τη Λαμπρή την <<Πάπα>>
το <<Μάη>> την Πρωτομαγιά
να πω πως με αγάπας.
Μπας και θέλεις κερά Λένη αμ' απολύση η Εκκλησιά να γυρίσω με τα παιδιά και τη ροκάνα, μια κι' αυτή την ημέρα μόνο παίζεται, τραγουδώντας με δαύτα:
<<Βάγια, βάγια τω βαγιώ τρώμε ψάρι και κολιό
Και την άλλη Κυριακή θα πασκάσωμε ταρνί>>; ...>>
Πηγή: Κιμωλιακά του Ιωάννου Σπ. Ράμφου, Τόμος Β'.
Υ.Γ.: Η ομάδα του History of Kimolos σας εύχεται Καλό Πάσχα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου