Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

Ο Γέροντας της Κίμωλος (Μέρος 2ο)

Οι κτίτορες του Άη Γιώργη στο Αγιονήσι και οι προφητικές κουβέντες του Βίδι- Βίδι


Τούτο το σημερινό νησί του Άη Γιώργη ονομαζόταν κάποτε <<Αγιονήσιον ή Αγιονήσι>>. Είναι βέβαια μεταβυζαντινή ονομασία και απαντάται αρχικά κατά το 1700 σε συγίλλιο (επίσημο εκκλησιαστικό έγγραφο με σφραγίδα) του Πατριάρχη Καλλίνικου Β' (1694-1702).

Υπάρχει πιθανότητα ο πρώτος κτίτορας του Μονυδρίου, το έτος 1650 που εκαλείτο <<Αθανάσιος>>, ανεγείροντας με θεική διάθεση <<εκ βάθρων>> τον ιερόν ναόν του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου να ήταν αυτός, που έδωσε σ' ολόκληρο το βραχώδες κι απομονωμένο μικρό νησί, το όνομα <<Αγιονήσι>>. Πιο παλιά το ίδιο νησί φέρνει την ονομασία <<Μινώη>>.

Από κει και πέρα το Μοναστηράκι τ' Αη- Γιώργη είχε πάντα τους κληρονόμους του, που θα το φροντίζουν, θα το εξωραίζουν και θα το συντηρούν από τη φθορά του χρόνου. Ένας από αυτούς ήταν ο εγγονός του πρώτου κτίτορα- Αθανάσιος και αυτός. Το παραλαμβάνει το 1700, το εξωραίζει και ζητά αό τον Πατριάρχη Καλλίνικο το Β' (1702) να το ανακηρύξει <<Σταυροπηγιακόν>> με συγίλλιον, για να εξαρτάται και προστατεύεται κατ' ευθείαν απ' τον Πατριάρχη. Γι' αυτό και πάνω στο θόλο της εκκλησίας στερεωνόταν σιδερένιος σταυρός με χαραγμένη την ευχή του σταυροπηγίου.

Αργότερα ο Αθανάσιος θα ασπασθεί το μοναχικό βίο, θα ιερωθεί και τελικά, αφού μείνει για πολλά χρόνια στο ναό, θα γίνει ηγούμενός του μέχρι το 1746, όπου θα μετακινηθεί οριστικά στη Σμύρνη (εκεί και παροικία των Κιμωλίων). Το 1746 βρίσκουμε ηγούμενο και ανακαινιστή του Μοναστηρίου τον Ιερομόναχο <<Ιωαννίκιον>>. Το 1796 ένας άλλος ηγούμενος- ο <<Νεόφυτος Σάρδης>> - φτάνει στην Κωνσταντινούπολη για να επικυρώσει ξανά από τον Πατριάρχη Γεράσιμο τον Γ' την σταυροπηγιακή αξία του( με έκδοση νέου συγιλλίου) του παραπάνω Μοναστηριού.

Το 1797 ο ηγούμενος <<Νεόφυτος Σάρδης>> μεταβαίνει με το συγίλλιο στη Σμύρνη για να συναντήσει την ανηψιά του κτίτορα Αθανασίου- Μαρία <<Κιμιλιώτισσα>> Κιάρλη- στην οποία είχε μεταβιβασθεί το Αγιονήσι με τη Μονή του και ζητά να τον καταστήσει προιστάμενο του Αγίου Γεωργίου. Έτσι κι έγινε, μέχρι το 1802 περίπου που πέθανε ο Νεόφυτος στην Κίμωλο.

Το 1815 η Μαρία Κιάρλη με πωλητήριο γράμμα που συντάσσει με την κόρη της Μαρούλα στην Σμύρνη, παραχωρεί αντί 140 γροσίων το Μονύδριον τ' Αη Γιώργη στο Αγιονήσι της Κιμώλου, στον Ιερώνυμο Σάρδη>>.

Το 1830 μετά το θάνατο του Ιερώνυμου το Αγιονήσι πωλείται με δημοπρασία σε κάποιο Κωστ. Μπολλανάκη, που τον ίδιο χρόνο το μεταβιβάζει μαζί με το Μοναστήρι στο Φιλικό Οικονόμο π. Αντώνιο Β. Σάρδη από την Κίμωλο (που ήταν ανιψιός του Ιερομόναχου Νεόφυτου Σάρδη).

Οι απόγονοι του Ιερέα Αντωνίου Σάρδη θ' αναθέσουν τη φύλαξη και συντήρηση του Μονυδρίου στον αναχωρητή Μοναχό Γεώργιο Δημ. Ράμπια ή Βίδι - Βίδι που η ιαματική επέμβαση του Μεγαλομάρτυρα , στους πόνους από το δραματικό εκείνο κάψιμο του 1896 στο Κάστρο της Κιμώλου, τον υποχρεώνει να αφοσιωθεί και να υπηρετήσει την εκκλησία του, γύρω στα σαράντα χρόνια συνέχεια. 

Αλλά ας κάνουμε άλλη μια επεξήγηση:

Όπως μας πληροφορεί ο μακαριστός π. Ιωάννης Ράμφος η δεξιά πλευρά της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου χρησίμευε και σαν μεσοτοιχία ενός άλλου ομοίου κτίσματος που οι Κιμωλιάτες το αποκαλούσαν <<Φραγκοκκλησιά>>. Φαίνεται πως δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ σαν ναός. Παρ' όλα αυτά, οι Φράγκοι συνήθιζαν όπου λειτουργούσε ορθόδοξο Μοναστήρι να στήνουν και ένα δικό τους ναό ή <<Αλτάριο>> (Αγία Τράπεζα). Και ειδικά κοντά στον Αη Γιώργη, αφού τον τιμούσαν κι αυτοί σαν θαλασσινό Άγιο και προστάτη των καραβιών τους.

Μήπως όμως πήραμε κι εμείς από τους Φράγκους αυτό το πλάτεμα των ιδιοτήτων του Μεγαλομάρτυρα και τον υπερυψώσαμε τιμητικά σε θαλασσινό Άγιο( μία δηλαδή εξισορρόπηση δυνάμεων στο Αιγαίο;) Αλλιώς πως μπορεί να εξηγηθεί γιατί ονομάτιζαν ολόκληρα νησιά, λιμάνια με τη χάρη του; ή γιατί κτίζαν τις εκκλησιές του κοντά στη θάλασσα;

Παράβαλε το Αγιονήσι του Αη Γιώργη.

Αη Γιώργη στα Πράσσα, Αη Γιώργη στο Αμόνι( απέναντι από τα Πολώνια- Μήλου).
<<Σαν Τζώρτζ>> ολόκληρο νησί, στην είσοδο του Σαρωνικού( ένας αντικαταστάτης Άγιος, μετά τον Ποσειδώνα στο Σούνιο).
Αη Γιώργης στα παραθαλάσσια των Καμαρών, του Κοντού, του Πλατυγιαλού, του Κάστρου, της Χερόνησος στη Σίφνο.
Αη Γιώργης το ξακουστό λιμάνι του Πειραιά στο Κερατσίνι.
Αη Γιώργηδες στη θάλασσα χωρίς τέλος.

Κάτι ήξερε λοιπόν από τα παρακάτω ο <<Καλόγερος της Κίμωλος>>, γι' αυτό με τη μικρή φελούκα που ταξίδευε, δε λογάριαζε ποτέ τρικυμία. Όσο για τα πανηγύρια του, πάντα τον έπιανε η βίδα και το μεράκι, ήπινε, τραγουδούσε, χόρευε, αλλά και σπούσε συνέχεια: Άσχετα πως όλη τη χρονιά μετά, αγωνιζόταν να τα αντικαταστήσει στη θέση τους με τις προσφορές των συμπατριωτών του.
Ω Παναγιά μου του Μπαλή
κτισμένη με το πώρι
γαλήνεψε τη θάλασσα
να έρθει ο παπόρι........
Ω Παναγιά μου του Μπαλή 
και Άη μου Αντύπα
Ω που να δω στου Στεφανή 
την κεφαλή μια τρύπα

Στην Κίμωλο κοιμόταν πάντα στο κελί της Παναγιάς, που ήταν κάτω απ' το Ιερό. Η φτώχεια όμως και η κακομοιριά τον ακολουθούσε συνέχεια. Κι όταν καμιά φοράτον φοβέριζαν πως απ΄την αφροντισιά του θα μείνει άταφος, εκείνος είχε κουράγιο να απαντά στοχαστικά και πολύ φιλοσοφημένα:
<<Και και... η βρώμα μου θα με θάψει..>>
Ήταν μια θλιβερή αλήθεια, που ρίζωσε σαν παροιμιώδης φράση στους Κιμωλιάτες.

Κάποτε ο Μανώλης Αφεντάκης του Παπά, του έβαλε ένα στοίχημα. Του ΄πε πως αν κουρευτεί και ξυριστεί σαν αυγό θα του δώσει ένα πεντακοσάρικο( κομμένο τότε στις 375 δραχμές εποχή του 1930). Εκείνος έκανε το χέρι πέρα, άρπαξε το χαρτονόμισμα, ήκατσε στην καρέκλα του κουρέα Γιάννη Πετράκη( πατέρα του Μανωέλου) και ηγίνηκε γουλί. Την άλλη μέρα, όταν μπήκε στο Ιερό, να βοηθήσει τον Παπά - Σπύρο στη λειτουργία, ο Παπάς απόρησε και του είπε: - βρέ Γιώργη τι χάλια είναι αυτά; και ο φτωχοκαλόγερος  του απάντησε πολύ εύστοχα:
-<<Και και... Παπά Σπύρο, ούτε και Συ έχεις μυαλό. Μαλλιά και γένια ξαναφυτρώνουνε, τα λεφτά όμως πού ξαναβρίσκονται;>>

Η πείνα στην περίοδο της κατοχής τον έκανε να υποφέρει όπως δυστυχώς και πολλοί άλλοι Κιμωλιάτες - χωρίς καμία ελπίδα σωτηρίας και ενδυνάμωσης. Ο <<Βίδι - Βίδι>> δεν είχε την ικανότητα να σκύψει και να κόψει μια φουχτιά χόρτα, ούτε να πλύνει και να καθαρίσει το σώμα του.

Έτσι ένα πρωινό δεν άνοιξε καθόλου το πορτέλο από το κελί της Παναγιάς. Ο Γέροντας ήταν τώρα θύμα της πείνας, και κατοχής. Πολύ αργά τον πείραν είδηση οι γυναίκες της γειτονιάς.

Και για να μην βρωμίσει το λείψανό του τρέξανε πρόθυμα να τον ταιριάσουν για το στερνό ταξίδι στην αιωνιότητα. Ήταν η νεωκόρος Μαρία Κάτση (Συρινάκενα), η Αγγελική Ράμφου ( Καλλιπολίτη), η Αγλαία Αφεντάκη (του Αργύρη). Κοντά τους για ενίσχυση όσοι είχαν κουράγιο να στέκουν όρθιοι: ο Γιάννης Βορδώνης και ο Γιώργης Μαγκανιώτης. Αυτοί τον μεταφέραν στο κοιμητήρι χωρίς ένα περισευούμενο δάκρυ για να τον κλάψουνε.

Και ούτω η προφητεία του καλόγερου επαληθεύει τα γενόμενα:
<<Και και... η βρώμα μου θα με  θάψει>>
Και ασφαλώς τον έθαψε.

Από το 1980 το νησί του Αη Γιώργη μαζί με το ερειπωμένο πια Μονύδριον του Αγίου και την παρακείμενη φραγκοκλησιά, είχε αγοραστεί από τον Κιμωλιάτη εφοπλιστή Κώστα Βεντούρη, που κι αυτός είχε τιμήσει τον θαλασσινό Άγιο, ονομάζοντας έτσι το επιβατικό πλοίο του <<Αη Γιώργη>>.

Όπως μαλιστα πληροφορούμαι, τόσο η εκκλησία, όσο και ο περίγυρός της, έχουν συντηρηθεί και επισκευασθεί άριστα.

Όμως εγώ θα επανέλθω στον καλόγερο της Κιμώλου, στον αξέχαστο <<Βίδι - Βίδι>> για να υπενθυμίσω στους σημερινούς κτίτορες κάτι που σημειώνει και ο μακαρίτης π. Ιωάννης Ράμφος στην έρευνά του.

...<<Εκείνο που ζητάει η ψυχή του φτωχοκαλόγερου είναι να μεταφερθούν τα κόκκαλά του κοντά στο Μοναστήρι και στη μάνα του τη θάλασσα, συντροφιά με τις καλλικατσούδες, τα μαυροπούλια και τα γνωστά βραχάκια, τις <<Κασέλες>> και την <<κουτσουλιά>>.
Απ' αυτήν την άκρη, θ' αγναντεύτει το πέλαγος, για να μην του το πάρει κανείς άλλος αυτό το προνόμιο>>!...