Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Ο Ρούπας κι ο Χαρούπας

(Κουρσάρικες Ιστορίες)


Ως τελευταία ανάρτηση του έτους επιλέξαμε να σας παραθέσουμε μια από τις πιο αγαπημένες Κιμουλιάτικες ιστορίες που, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι έχουμε ακούσει από τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας!

<<Ας γίνουμε για λίγο κουρσάροι! Και ας μεταφερθούμε αναγκαστικά σε μια άλλη δύσκολη και ανεπιθύμητη εποχή!
Τότε που οι κάτοικοι των πολύπαθων νησιών μας, ζούσαν κάτω από την απειλή της θαλασσινής πειρατείας. Ίσως μάλιστα να χρειάζεται να θυμηθούμε, πως στις κρίσιμες εκείνες περιστάσεις, ο κατατρεγμένος νησιώτης, αποθέτει τις ελπίδες του σ' ένα δυνατό και ακαταμάχητο Άγιο. Γι' αυτό το λόγο, έχτιζε τις εκκλησιές του κοντά στις θάλασσες ή στα πιο ακρινά μετερίζια των προσβάσεων του νησιού.

Ένας τέτοιος Άγιος, ήτανε συνήθως ο <<Αη - Γιώργης>> ο παντοδύναμος Στρατηλάτης, που με την κοντάρα του και την ακτινοβολία του καθάριζε τα <<ύδατα>>, απελευθέρωνε τους αιχμαλώτους, απολύτρωνε τις γυναίκες από του δράκου τα δόντια και γιατί όχι και από την καταπίεση και την κυριαρχία του άνδρα.

Τώρα λοιπόν μπορούμε να δικαιολογήσουμε γιατί το πιο προωθημένο στο πέλαγος Κιμωλιάτικο μικρονήσι είναι αφιερωμένο στον Αη - Γιώργη. Και γιατί μερικές φορές, οι κάτοικοι άλλων νησιών - σε ανάλογες περιπτώσεις - επικαλούντο μ' αυτά τα λόγια τον προστάτη Άγιο:

<< Αη μου Γιώργη αφέντη μου 
απάντα το νησί μας
έβγα με την κοντάρα σου
βούλιαξε τσι εχθροί μας>>...

Παρ' όλα αυτά, οι φοβερές αυτές μάστιγες του Αιγαίου, εκμεταλλευόμενοι τη φτώχεια και την απομόνωση μερικών νησιών, βρίσκανε τον τρόπο κι αποβιβάζονταν στις πιο απρόσιτες και βραχώδεις περιοχές.

Ιστορικό έχει παραμείνει στην Κίμωλο ένα δίστιχο της λαϊκής μούσσας, που επιμαρτυρεί τις φορολογίες που επέβαλε με τη Βενετσιάνικη αρμάδα του ο περίφημος Γενεράλης ή Μοροζίνης (στα νησιά Κίμωλο και Μήλο).

<< Στη Μήλο και στην Κίμωλο χαράτζι δεν αφήνει...>>

Και ποιός ξέρει ακόμη αν το σημερινό δίστιχο : <<Στη Μήλο και στην Κίμωλο τα ψάρια δε τσιμπούνε...>> έχει τις ρίζες και την απαρχή του από εκείνη την εποχή; Μα οι χώροι που την πληρώνουν πιο πολύ είναι πάντα τα <<Μναστήρια>> κοντά στη θάλασσα. Απ' αυτά θ' αρπάξουν εικόνες και ιερά σκεύη, σ' αυτά θα ξαπλώσουν, θα φάνε, θα λερώσουν, θα κοιμηθούν, ή θ' ανάψουν το τσιμπούκι τους από το καντήλι του Παντοκράτορα.

Από ένα τέτοιο Μοναστήρι της Κιμώλου, αφιερωμένο στην Παναγία, με τον ομώνυμο όρμο του, θα ξεκινήσουν κάποιο σύθαμπο απογευματινό οι Κουρσάροι, με στόχο πάντα τον αχεριώνα του γέρο - Ρούπα, πάνω στο βουνό <<Απάντεμα>>.

Ένας δουλευτής αγρότης ο Ρούπας, έμενε πολλές φορές με τα δυο παιδιά του εκεί επάνω για να μη χάνει ώρες με τις μετακινήσεις του στο χωριό. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Μα από το βουνό <<Απάντεμα>> που απάντεχε κανείς εύκολα κάθε εχθρική κίνηση, ο Ρούπας πήρε είδηση την παρουσία των πειρατών.

Και τότε έλαβε όλα τα μέτρα. Αμπάρωσε καλά τις πόρτες και άρπαξε στα χέρια του ότι γεωργικό εργαλείο βρήκε πρόχειρο. Τσεκούρι και δρεπάνι. Και δούλεψε το μυαλό σωστά. Αντεπίθεση με λόγια με φασαρία και πονηριά.

Έτσι σαν πλησίασαν οι κουρσάροι και χτύπησαν δυνατά την πόρτα εκείνος τους αρώτησε:

- Ήντα θέτε;

Ποιός μένει επά; του είπαν.

Και τότε έδωσε την αινιγματική απάντηση, ανάκατη με κτυπήματα, ακονίσματα και τροχίσματα των μαχαιριών και των τσεκουριών στους τοίχους.

<<Επά 'ναι ο Ρούπας κι ο Χαρούπας και τα δυο παιδιά του Ρούπα κι ο απατός (= δηλαδή ο εαυτός μου) του γέρου Ρούπα και μαζί του και ο Χαρούπας>>.

Όμως όλη αυτή η υποθετική γενιά των αμυνομένων εξανάγκασε τους λιγότερους σε αριθμό πειρατές, να τα μαζέψουν και να γυρίσουν άπρακτοι στα Μναστήρια.

Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή. Πως τα υπαρκτά πρόσωπα ήταν δύο. Ο Ρούπας και ο ένας γιός του. Μα όσοι κι αν ήταν, τούτη η φρασιολογία της Κιμωλιάτικης παροιμίας έμεινε αξέχαστη στο νησί. Αφού την επαναλαμβάνουν κάθε τόσο για να δηλώσουν μια μεγάλη συγκέντρωση έστω με την παρουσία λιγοστών προσώπων.>>

Πηγή: <<Κιμωλιακών Παροιμιών το Ανάγνωσμα>> του Αντωνίου Γ. Τρούλλου.

Η ομάδα του History of Kimolos σας εύχεται Χρόνια Πολλά και Ευτυχισμένο το Νέο Έτος!!!