Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Γέροντας της Κίμωλος (Μέρος 1ο)

Όλοι μας έχουμε δει και θαυμάσει το συγκεκριμένο έργο του μεγάλου Φώτη Κόντογλου, και ίσως πολλοί να έχουμε αναρωτηθεί ποιο είναι το πρόσωπο που απεικονίζεται και ποια μπορεί να είναι η ιστορία του.

 Ας αφήσουμε λοιπόν τον αείμνηστο Αντώνη Τρούλλο, να μας την παρουσιάσει, όπως ακριβώς την εξιστορεί στο βιβλίο του, Κιμωλιακών παροιμιών το ανάγνωσμα, με πηγές από το μέγιστο έργο του παπά Γιάννη Ράμφου, Κιμωλιακά (Τόμος Β). Το συγκεκριμένο έργο δεν μας αφηγείται μόνο την ιστορία του Γέροντα της Κιμώλου, αλλά και ένα κομμάτι της ιστορίας του νησιού του Άη Γιώργη, καθώς και μια ιστορία που έλαβε χώρο στο κάστρο της Κιμώλου. 

Εμείς με τη σειρά μας, θα θέλαμε να αφιερώσουμε την συγκεκριμένη ανάρτηση στους απογόνους όσων εμπλέκονται στη συγκεκριμένη ιστορία και σε όλους όσους την κατέγραψαν και την έσωσαν, ώστε να μπορούμε να την έχουμε εμείς σήμερα.

Γέροντας της Κίμωλος
<< Τελώνιον της θάλασσας-μισός ψάρι μισός άνθρωπος >>

Με το συχωρεμένο γέροντα γνωριστήκαμε πολύ πρόσφατα. Στο σπίτι του Δημήτρη και της Ζαμπέτας... Ήταν μέσα σε μια ξύλινη κορνίζα αναρτημένη στον τοίχο του σαλονιού. Απόκομα από παλιό σκίτσο του Φώτη Κόντογλου (μικρότερο του πρωτότυπου) που είχε δημοσιευτεί αρχικά στο αναμνηστικό τεύχος << Κιμωλιακά >> του π. Ιωάννη Ράμφου (έτος 1933, σελ. 43) και τελευταία στο ημερολόγιο της Εμπορικής Τράπεζας του 1990.

Στάθηκα μερικά λεπτά και τον καμάρωσα! Βιβλική μορφή ο γέροντας, συλλογίστηκα. Καλογερίστικη και προφητική έκφραση. Τέτοιες αιωνόβιες εντυπωσιακές φιγούρες, συναντούσες άφθονες πιο παλιά στις Κυκλάδες! Σήμερα στέρεψαν και τούτες, όπως τα τρεχούμενα ρυάκια στις ρεματιές. Όμως εγώ δε χόρταινα μονάχα να τον κοιτάζω. Στοχάστηκα πως πρέπει ν' ανακαλύψω την ιστορία του. Να τον αναστήσω τώρα με τ' αναστάσιμα μηνύματα, και να συνεορτάσω τη μνήμη του με τη γιορτή του Άη Γιώργη, προστάτη και λυτρωτή του.

Ευκαιρία λοιπόν ν' αναφερθούμε πρώτα στην τετραλογία των επιθέτων του: ο Κόντογλου τον απαθανάτιζε σαν << γέροντας της Κίμωλος>> τελώνιον της θάλασσας, μισός ψάρι και μισός άνθρωπος. Οι Κιμωλιάτες τον αποκαλούν << Γιώργη Δημ. Ράμπια >> τον τιμούν όμως και σαν <<Αναχωρητή>> απ' αυτό τον κόσμο, με την υπόσχεση που έδωσε στον Αη- Γιώργη να τον υπηρετεί ολομόναχος. Τέλος τον ειρωνεύονταν << Βίδι- Βίδι>>. Το τελευταίο κουστούμι του το φόρεσαν για να βεβαιώνουν πως κοντά στ' άλλα είχε παραμείνει γεροντοπαλίκαρο. Κι ένας τέτοιος άντρας δίχως σύντροφο στη ζωή, χάνει αρκετές φορές τα συλλοικά του. Βιδώνει και ξεβιδώνει ξέφρενα το μυαλό του ιδιαίτερα όταν το πείραζαν και τον μεθούσαν στα πανηγύρια, που αντιδρούσε σαν μικρό παιδί.

Πηδούσε τότε ξυπόλυτος κι όπως χτυπούσε τους αστραγάλους σαν κρόταλα, τραγουδούσε τραυλίζοντας: << Να δώσω θέλω μια κλωτσιά τον τοίχο να βουλήσω, να φτιάξω μυζηθρόπιτες να κάτσω να δειπνήσω...


Πώς όμως ο νεαρός κάποτε Γιώργης Δημ. Ράμπιας έγινε φύλακας και μοναχός του << Αγιονησιού>>; Να φροντίζει και ν' ασβεστώνει το Μοναστήρι , να διατηρεί ακοίμητη την καντήλα του Αη Γιώργη , και να θυμιάζει στην ώρα του τα 'κονίσματα; Και πώς ακόμα κύρτωσε το κυπαρισσένιο του κορμί και τα ευλογημένα δάχτυλα των χεριών του;

Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα, συγκινητική και επίκαιρη.
Στο μαγαζί λοιπόν τυ Λευτέρη του Έμπορα( σημερινό σπίτι του Δημ. Λογοθέτη ή Φαταούλα), που η μια του πόρτα έχει είσοδο απ' το Κάστρο, τότε στις 21)8)1896 συνέβη ένα ξαφνικό και τρομερό ατύχημα. Σ' ένα τραπέζι καθισμένοι μερικοί άνδρες, παρακολουθούσαν κάποιους άλλους που χαρτοπαίζανε. Πλάι τους είχαν ανάψει ένα μαγκάλι και ψήνανε μπαρμπούνια και χάνους στα κάρβουνα.

Τα είχαν πιάσει- ναυτικοί οι ίδιοι- στη θάλασσα και τώρα τα ετοίμαζαν για μεζεδάκι, με το κρασάκι του ταβερνιάρη. Μια απειλητική όμως σπίθα, παραβίασε την αποστολή της και χώθηκε ανενόχλητη κάτω από το διπλανό τεζάκι.

Μέσα σε μηδαμινό χρόνο ακούστηκε ισχυρή έκρηξη και φλόγες λαμπερές αγκάλιασαν τη μικρή ταβέρνα. Η σπίθα πέτυχε το δικό της ταίρι. Βρήκε ανοιχτό ένα μεταλλικό δοχείο από μπαρούτι κι έγινε το πάντρεμα  με ασυγκράτητα σμπαροκόπια. Πώς υπήρχε τότε τόσο μπαρούτι στα μαγαζιά;
Μα ήταν η εποχή που το μπαρούτι και η μίκια είχαν μεγάλη ζήτηση στην Κίμωλο. 
Υποβοηθούσαν στην εξόρυξη της πέτρας (πώρια), που τη χρησιμοποιούσαν για κτίσιμο ακόμα και στην Αθήνα. Δέκα άνθρωποι (νέοι και μικρά παιδιά) χάσαν δραματικά τη ζωή τους. 

Τον κατάλογο των φονευθέντων αντέγραψε εκ του  <<Βιβλίου αποβιώσεων>> του Αρχ/κού Επιτρόπου Κιμώλου, ο π. Ι. Σπ. Ράμφος. Αυτοί ήταν:
  1) Αικ. Ι. Βεντούρη ετών 6.
 2) Ν.Ι. Βεντούρης ετών 2
 3) Γ.Ι. Αφεντάκης ετών 10.
 4) Ανδρ. Ν. Ανδρουλακάκης ετών 23.
 5) Ι.Ν. Βεντούρης ετών 28.
 6) Αφρ. Π. Αφεντάκη μηνών 8.
 7) Απ. Αγ. Ράμφος ετών 22.
 8) Β.Κ. Ριζίτης ετών 26.
 9) Ανδρ. Καρβούνης (Τελωνοφύλακας) ετών 30.
 10) Π.Ι. Αφεντάκης ετών 25.

Απ' τους μισοκαμένους ήταν:
Ο Ιάκωβος Ρούσσος
Ο Λάμπρος Π. Σάρδης
και ο μνημονευόμενος Γιώργης Δ. Ράμπιας, που τα εγκαύματα χεριών και σώματος τούς βασάνιζαν και τους ταλαιπωρούσαν συνέχεια. Τί να κάνει τώρα ο άλλοτε ατρόμητος ναυτικός και ο κατασημαδεμένος σήμερα και με φρικτούς πόνους Ράμπιας;

Την άλλη λοιπόν χρονιά πήγε με τον αδερφό του Πέτρο στο πανηγύρι του Αη Γιώργη, στο <<Αγιονήσι>>. <<Άμα νύχτωσε και καταλάγιασε ο κόσμος- σημειώνει πάλι ο π. Ράμφος, στα Κιμωλιακά του- προχώρησε στο τέμπλο>>.

Κι όπως διηγιόταν συχνά ο ίδιος: <<Αλείφτηκα με λάδι της καντήλας του Εσταυρωμένου, της Κυρίας Θεοτόκου, του Μεγαλομάρτυρος και με τα σπλάχνα καμένα από την πίστη προσευχήθηκα: Αη - μου Γιώργη, ακούω στο τροπάρι σου πως είσαι αστενούντων  ιατρός, βγάλε από πάνω μου τσι πόνοι να κοιμηθώ, που έχω τόσους μήνες, κι ορκίζομαι να μην αφήσω σ' όλη μου τη ζωή το νησί σου. Πριν να φτάσω στην πόρτα - πρόσθεσε- οι πόνοι μ' άφησαν, ξανάγινα άνθρωπος>>.


Από τότε πήγαινε κι ερχότανε συνέχεια στ' Αγιονήσι. Με μια μικρή βαρκούλα σαν σκάφη, τη φελούκα του, όπως την αποκαλούσε ο ίδιος, που όσες φορές τον έβλεπες να ταξιδεύει από μακριά (μιας ώρας απόσταση) φαινόταν πραγματικά<< τελώνιον(δαιμόνιο) της θάλασσας μισός ψάρι μισός άνθρωπος>>. Στην Κίμωλο γύριζε συνήθως όταν του σωνόταν το λάδι και το ψωμί με το ελάχιστο φαγητό. Μα είχε το ένα του μπατζάκι ανεβασμένο, για κάθε περίπτωση.

Όσες φορές πάλι πόδιζε στο Μοναστήρι, από τις μεγάλες θαλασσοταραχές, δε βαρυγκομούσε και δε δείλιαζε. Έτρωγε ξερό ψωμί και τουρσιά από βολβούς και κρίταμα και πρόσφερε  απ' το υστέρημά του, σ' όσους απ' τους ψαράδες απομονώνονταν στο νησί. Αγαπούσε υπερβολικά τη φτώχεια, νοσήλευε τους αρρώστους και έθαψε στο χρόνο της βλογιάς (1915) τους βλογιασμένους.

Και είναι αλήθεια πως ο Προστάτης του Άη Γιώργης, που ήταν θαλασσινός Άγιος, τον καταξίωνε να κυβερνά με πολλή ασφάλεια το σκάφος του και να τραβά τα μικροσκοπικά κουμπιά του, δίχως πόνους και δυσκολίες.

Πριν όμως σκιαγραφήσουμε την υπόλοιπη ζωή και το βασανιστικό τέλος του αναχωρητή γέροντα, στην περίοδο της εφιαλτικής πείνας και Κατοχής, θα κάνουμε μια μικρή παρένθεση: Θα υποστηρίξουμε την άποψή μας πως ο Άη Γιώργης υπήρξε θαλασσινός Άγιος στα νησιά μας...