- Αθηνά μου, να πεθάνωμε μονήμερα θέλω...
- Ναι, Νικολή μου! του απαντούσε η καλή του συντρόφισσα. Και η λαχτάρα του γι' αυτήν δεν περιωριζότανε σε λόγια. Εκείνος πάντα- ο μοναδικός άνδρας στην Κίμωλο, ίσως- της κουβαλούσε τα ρούχα για να τα πλύνη στο <<γηπάρι>>, <<στις Γενάτες>> και της έφερνε νερό.
Μέσα στα <<αποδοσίδια>> των ταξειδιών του ήταν πάντα ένα ωραίο κροσσωτό μαντήλι για το κεφάλι της. Κι όταν το φορούσε η Αθηνά, ο Νικολής της έλαμπε από καμάρι.
Κάποτε αποφάσισε να πάη στη Σίφνο για ψάρεμα.
- Να μου ετοιμάσης λίγο παξιμάδι, Αθηνά μου.
- Μετά χαράς σου, Νικολή μου.
Και με φροντίδα πολλή, ετοίμασε και εγέμισε ένα τσουβάλι παξιμάδι.
Την αποχαιρέτισε και έφυγε από την Ψάθη, για το Βαθύ.
Τα μεσάνυκτα η κερά Αθηνά ξυπνά από βιαστικό κτύπημα στην πόρτα του σπιτιού της. Πετιέται, βάζει κάτι πάνω της και ανοίγει ανήσυχη.
- Ώγου! Νικολή μου, ίντα 'παθες και γύρισες;
- Τίποτα, Αθηνά μου..., δεν έκανα το χωρισμό σου...
*
Μα ήτανε και για κάτι άλλο ξακουσμένος ο Νικολής. Για την πάστρα του. Ψαράς, διχτυάρης στην Ψάθη, κρατούσε τη βάρκα του και γυαλοκοπούσε. Κι οι φίλοι πια σεβόντουσαν τη μανία του και τίναζαν και την τελευταία άμμο απ' τα ποδάρια τους, πριν πατήσουν την κουμπαστή του.
Πρωί- πρωί η κερά Αθηνά κατέβαινε στην Ψάθη, πριν ακόμη έρθη ο Νικολής με το τσούρμο του, που πρώτη θέσι είχεν ο γυιός του ο Γιάννης. Παραλάβαινε τα ψάρια και τα πουλούσε στη γύρα, αυτό ήταν η δουλειά της. Είχε τους διαλεχτούς της πελάτες, που πάντα τους ξεχώριζε τα καλύτερα ψάρια και τα 'κρυβε κάτω απ' τη λινάτσα. Δεν βαρυόταν να τους τα πάη πρώτα, για να μη κακοκαρδίση και τους άλλους που θα τα' βλεπαν. Λίγες δεκάρες η οκά, μπαρμπούνι με μουστάκι. Καμένα χρόνια!
Ντάλα καλοκαίρι τώρα. Μεγάλες μέρες. Πριν να φέξη, η Αθηνά είναι στο γιαλό.
Να η <<διχτυάρικη>> του Νικολή της, αράζει...
- Και ... και ... και ... Αθηνά μου απόψε πάθαμε μεγάλο κακό. Έπεσε σκυλόψαρο στα δίχτυα και ... και ... και ... δεν ξέρω τι θα γίνωμε τώρα, της είπε με την <<καλημέρα>> του, μόλις την αντίκρυσεν ο Νικολής, που ο συνηθισμένος γλωσσοδέτης του αυξήθηκε από τη στενοχώρια.
- Ίντα θα γίνωμε, Νικολή μου, τέτοιος τεχνίτης που είσαι συ να δουλιάς; Την υα σου να 'χης. Θα τα μοσκομαντάρης τα δίχτυα σου και θα γίνουν πάλι καινούργια.
Πώς ήξερε να τον ησυχάζη η Αθηνά του η γλυκομίλητη και με τι θάρρος έπιασε τη δουλειά...
Οι ώρες περνούσαν, το μεσημέρι καυτό και λαμπερό επέρασε και ο Νικολής ακούνητος διώρθωνε.
Άμα ξανακατέβηκε στο γιαλό η Αθηνά, τον βρήκε καθισμένο στην αρμύρα της Κασιώτενας να κρατή το κεφάλι του. Τι ζαλάδα, τι πονοκέφαλος, τον τυραννούσαν!
Μα και πάλι δε δείλιασε η καλή γυναίκα, η ξεχωριστή γιάτρισσα του νησιού. Αυτή, χωρίς θερμόμετρα και φάρμακα, δεν περνούσε μέρα του καλοκαιριού που να μη δεχτή στο σπίτι της, στο Καψοδάσος, ένα- δύο με πονοκέφαλο και με καλωσύνη να τους γιατρέψη, χωρίς να δεχτή αμοιβή. Και για τον Νικολή της δε θα τώκανε;
Έβγαλε το ολόλευκο μαντήλι που φορούσε στο κεφάλι της, έδεσε στην άκρη έναν κόμπο και το μέτρησε τρεις φορές από τη γωνιά με τον κόμπο ως την απέναντι γωνιά, από τον αγκώνα ως τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της. Ίσα- ίσα έφτασε τρεις φορές το μάκρος του. Έπιασε έπειτα λίγο πιο κάτω από τον κόμπο την άκρη του μαντηλιού και κουνώντας την απάνω από το κεφάλι του αρρώστου της, είπε τρεις φορές το <<Θεοτόκε Παρθένε...>> και ύστερα τα λόγια της με σοβαρό και επίσημο τόνο:
<< Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι
χίλιοι μύροι κάθονται
και τσιλούνε και ξερνούνε και το Θεό παρακαλούνε.
Κι ο Χριστός επέρασε με τους Δώδεκα Αποστόλους
και τους ρώτησε:
- Τι έχετε, παιδιά μου και τσιλάτε και ξερνάτε και το Θεό παρακαλάτε;
- Ω, Κύριε Χριστέ μου,
Συ ξεύρεις όλα τα μυστικά του κόσμου,
ακόμα Συ γνωρίζεις τα πράγματα που μας βασανίζουν.
Να! ήγιον έχομε και τσιλούμε και ξερνούμε και το Θεό παρακαλούμε.
- Βάρτε το κρύο νερό στην αγαστάρα και τα φύλλα τση μυρτιάς
και την κορφή τση λυγαριάς και προσευχηθήτε τότε και πήτε:
Άγιε μας Παντελεήμονα, πάντων ελεήμονα,
Άγια μας Αναστασία, φαρμακάντρια,
φαρμάκεψε και έβγαλε όξω τον ήγιο
και τον πόνο κι όλα τα κακά
απ' την κορφή τση κεφαλής του...>>
Όταν τέλειωσε έρριξε με τη χούφτα της νερό και εράντισε το κεφάλι του αρρώστου. Εξαναμέτρησε κατόπι το μαντήλι της με τον ίδιο τρόπο. Και τι θαύμα! Το μαντήλι, από τον κόμπο ως την απέναντί του άκρη δεν ήταν παρά δυόμιση φορές το μάκρος του χεριού της τώρα...
Ήγιον, ήγιον είχεν ο Νικολής της, όπως και οι περισσότεροι καλοκαιρινοί της άρρωστοι που αλώνιζαν και γύριζαν ούριοι από τον πονοκέφαλο στο σούρουπο. Τότε άναβγε το λύχνο της η κερά Αθηνά. Βέβαια το σωστό ήτανε να γίνη μέρα <<με το φως του ήγιου>> το γιατροσόφι μα και το λυχνάρι έφτανε, στην ανάγκη.
Σε λίγο άνοιξε τα μάτια του ο Νικολής. Ξωρκίστηκε το κακό. Πήρε τότε μέσα στη βάρκα του την Αθηνά του, έρριξε τα δίκτυα πίσω στον άη Φτάθη και έπειτα πήγαν στην Αλυκή για ν' ανέβουν στο πανηγύρι του Άη Παντελέμονα να προσκυνήσουν τη Χάρη του, που έγιανε τον Νικολή...>>
Πηγή: Κιμωλιακά, του Ιωάννου Σπ. Ράμφου, τόμος Β'.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου