Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Τα ματσακάνια της Κιμώλου...


<< Μια φορά κι έναν καιρό, μικρό παιδί ο Μανώλης έπαιρνε το μονοπάτι από το ''Μπρόβαρμα'' και τραβούσε γραμμή για το απάνεμο λιμάνι του Αγίου- Μηνά. Εκεί βρίσκανε ασφάλεια τα ιστιοφόρα κι από κει ή από το Κλίμα φόρτωναν τους πωρόλιθους( πώρια) για τον Πειραιά, που θα κτίζαν τα πρώτα σπίτια.

Η μεταφορά από τα νταμάρια γινόταν πάντα με γαϊδουράκια ή με καρότσια στις παραλίες και απ' εκεί με βάρκες στα καΐκια. Το πέταγμα του πωριού από την βάρκα στο καΐκι ήταν αυτόματη κίνηση από χέρι σε χέρι. Μια στιγμή ρυθμικής πορείας και άσκησης.

Τ' όνειρο του μικρού παιδιού ήταν να γίνει καραβοκύρης. Βοηθούσε όμως να δώσουν χέρι- χέρι και τα πώρια μες το καΐκι. Το καλοκαίρι ξεκινούσε πάντα πρωί- πρωί. Πριν φωτίσουν κάποιες λιγοστές ακτίνες τ' απόκρυφο λιμανάκι. Στο κατηφόρι του λιθόστρωτου συναντούσε αρκετούς ξωμάχους από την Κίμωλο. Με κοπίδι και σφυρί στο χέρι. Στρατοκόποι μέσα στο ξημέρωμα. Σκαρφαλώνανε στις κοντινές ριζοπλαγιές και πιάνανε αμέσως δουλειά στα νταμάρια. Η διανομή των μαστόρων γινόταν κατά μήκος όλης σχεδόν της διαδρομής από το Κλίμα μέχρι τον Αη- Μηνά. Μα οι πιο ειδικευμένοι περνούσαν απέναντι. Πάνω απ΄το βαθύ αυλάκι της θάλασσας. Θέση προνομιακή αλλά ριψοκίνδυνη. Αν γλιστρούσες από κει ψηλά, φουντάριζες αμέσως στη θάλασσα.

Γι' αυτό οι εργάτες ταμπουρωνότανε προστατευτικά πίσω από τα στιβαγμένα ματσακάνια (Πελεκούδια) των άχρηστων ψιλοκομένων πωρόλιθων. Προφυλαγμένοι κι αθέατοι. Με το κοπίδι και σφυρί στο χέρι. Χτυποκόπι και καλούπιασμα σε ορθογώνια σχήματα. Έτσι όμως όπου και αν περνούσες, άκουες ένα ρυθμικό χτύπημα σαν μοναστηριανέκο σήμαντρο, που καλούσε τους καλόγερους σε προσευχή και παράκληση.

Μόνο που εδώ, οι Κιμώλιοι ειδικευμένοι μαστόροι, μετέτρεπαν τους πωρόλιθους σε πώρια.

Κατάλληλα για κτίσιμο και ανοικοδόμηση. Καθημερινή προσευχή για τον ''άρτον ημών τον επιούσιον''. Αγώνας και αγωνία για τους ανθρώπους που απογύμνωναν τα νταμάρια, μα δεν είχαν τα μέσα να ενταφιάσουν τα γυμνά πέτρινα οστά, τα γκριζοπράσινα ματσακάνια. Κι ήταν αυτό το βουητό και το σφυροχτύπημα μαζί με τα φουρνέλα του νταμαριού όπλο και φοβέρα στην απομόνωση. Νόμιζες πολλές φορές πως περικύκλωναν το στενό λιμάνι, πεταλωμένα αλόγατα από τη στεριά και αποβατικά σκάφη με περίεργα πληρώματα απ' τη θάλασσα. Φάνταζαν τότε στο μυαλό του μικρού Μανώλη, σαν μια τρομακτική μάχη που αντί να πέφτουν κορμιά ορθώνονταν διπλά τείχη από τα πώρια που στοίβαζαν.

Χρόνια και χρόνια τούτες οι γενιές των Κιμωλιατών πότιζαν με τον ιδρώτα του κορμιού, τα άγονα και πετρωμένα χώματα των ανεμόδαρτων υψωμάτων. Και το σφυρί με το κοπίδι χωρίς διακοπές και σταματημό. Ούτε και τις ώρες που πέφτανε σε νάρκη οι Νεράιδες του βουνού και της θάλασσας.

Ένα από τα πολλά εγγόνια του παππού Μανώλη επέστρεφε κάθε απογευματινό με αυτοκίνητο από τον μετασχηματισμένο τουριστικό ναύσταθμο του Αγίου- Μηνά. Η ταχύτητα του τροχοφόρου δεν άφηνε περιθώρια να ερευνήσεις, ν' απολαύσεις, να μελετήσεις και να χαρείς το φυσικό περιχαράκωμα της διαδρομής.

Όσο για τα περιμανδρωμένα σε μεγαλόσχημους χτιστούς όγκους πέτρινα πελεκούδια (ματσακάνια) κανείς δεν τους έδινε σημασία. Περασμένα και λησμονημένα, χωρίς καμία ανάμνηση. Δίχως την οφειλόμενη αναγνώριση στο μόχθο, στην υπομονή και στη μαστοριά των ανθρώπων μιας άλλης εποχής!

Το εντυπωσιακό είναι, πως κανείς δεν επεχείρησε από τότε να μεταβάλει και να αλλοιώσει αυτή την πρωτόγνωρη εικόνα του γυμνού τοπίου. Κάτι που δεν το συναντάμε τόσο εύκολα στους ζωγραφικούς πίνακες των νησιών μας.

Απορώ πως δεν το εκμεταλλεύτηκαν οι ζωγράφοι, πως δεν το σχολίασαν οι περιηγητές, πως δε σκέφτηκαν οι γιαγιάδες να διηγούνται στα παραμύθια, πως με τούτο το ψιλοκομένο υλικό απομόνωναν κάποτε τις στέγες των αγροτικών και εξοχικών σπιτιών, απ' τη ζέστη!

Σημάδια πειστικά μιας πολύχρονης απασχόλησης, μέχρι την περίοδο του 1950 για να παραμείνει, να ριζώσει και εξασφαλιστεί ο ταλαίπωρος νησιώτης στον τόπο του και να προστατέψει το σπιτικό του , με σποδομούς.

Ευκαιρία λοιπόν να τιμήσουμε τους μαστόρους έστω και αργά- και να επεξηγήσουμε πώς στριμώχτηκαν οι μικροσκοπικές πετρούλες σ' αυτούς τους χώρους.

Σήμερα μάλιστα, που θα τις αντικρύζει κανείς εύκολα μέσα σε λίγη ώρα με τ' αυτοκίνητο, ασφαλώς θ' αποτελούν μια δεύτερη εντυπωσιακή εικόνα, μετά τ' Ασπρόγκρεμνα!

Στον μελλοντικό καλοπροαίρετο επισκέπτη της Κιμώλου, μαζί με τις σπηλιές, τα βράχια και τις γεωλογικές φιγούρες των παραλιών, θα τον ενδιαφέρουν οπωσδήποτε και αυτά.

Έτσι ίσως χρειαστεί να αναρτήσουμε μια- δυο ανάλογες απαξηγηματικές πινακίδες. 'Ενα μήνυμα ακόμη από την ιστορία του τόπου μας!

Ελπίζουμε να υπάρξει και χορηγός!!!>>

Πηγή: ''Κιμωλιακών Παροιμιών το Ανάγνωσμα'' του Αντωνίου Γ. Τρούλλου.