Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Περί των δεισιδαιμόνων των Κιμωλίων δοξασιών...( Μέρος 2ο)



<< ...Τα δαιμόνια ταντικαταστήσαντα παρά τω σημερινώ ελληνικώ λαώ τας θεότητας του υγρού στοιχείου, τας Νύμφας των αρχαίων, ευρίσκομεν εν Κιμώλω φέροντα το όνομα οι ανεράιδες (Νηρηίδες), ως εκ της ποδήρους λευκής αυτών ασθήτος ην φέρουσιν οι ασπροφόρες, ή δι' υποκοριστικού ονόματος οι καλές κυράδες. Ως ο μεσαιωνικός σχολιαστής του Θεοκρίτου λέγει ότι αι νύμφαι <<εν γυναικείω σχήματι εν τοις όρεσι>> ζώσι, ούτω οι ανεράιδες επί των ορέων της Κιμώλου πιστεύονται διαιτώμεναι, οπόθεν κατέρχονται μέχρι του Κάστρου. Μέχρι προ ολίγων ετών, μόλις ηπλούτο η νυξ, εξώθι του Κάστρου ηκούοντο παίζουσαι βιολιά, <<ακόμα πιο σούρπα ήθα γροικούνε να παίζουνε βιολιά>>. Κατά δε το μεσονύκτιον επεδίδοντο εις τον χορόν, << οι καλές κυράδες χορεύγανε τα μεσάνυκτα>>.

Χορούς των αρχαίων νυμφών γνωρίζομεν εξ αρχαίων πηγών αλλ' ότι αυταί κρούουσι και μουσικά όργανα είναι στοιχείον της νεοτέρας μυθολογίας. Περίεργος είναι η δοξασία των Κιμωλίων καθ΄ήν επί των ημερών ημών οι ανεράιδες δεν είναι πλέον οραταί, αποφεύγουσαι τους ανθρώπους εκ φόβου, << καθώς πονηρευτήκαμ' εμείς πονηρευτήκανε όλα τα πάντα>>. Δια τούτο πιστεύουσιν ότι <<οι ανεράιδες υπάρχανε καίνον τον καιρόν>>.

Τα δαιμόνια του δωδεκαημέρου, ήτοι των δώδεκα ημερών από των Χριστουγέννων κ. ε. τα δωδεκάμερα εν Κιμώλω λεγομένων, οι Κιμώλιοι καλούσι καλικατζιάροι. Ως δοξάζουσι πλέον μόνον οι αρχαϊκώτεροι των κατοίκων τα δαιμόνια ταύτα προσπαθούσι να εισέλθωσιν εις τας οικίας δια της καπνοδόχης <<από τον φλάρο>>. 

... και εν Κιμώλω κατά τα δωδεκάμερα αποτρέπουσι τους Καλικαντζιάρους δια του πυρός. Επειδή εισέρχονται ούτοι εις τας οικίας δια της καπνοδόχης παραγγέλλεται προς αποτροπήν αυτών νανάψωσι πυράν 'ς την παροστριά, << άψετε φωτιά, να μην κατέβγουνε κάτω από τον φλάρο οι καλικάντζιάροι!...>>.



Πηγή: Κιμωλιακά, τόμος Α', του Ιωάννου Σπ. Ράμφου.


Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Περί των δεισιδαιμόνων των Κιμωλίων δοξασιών...


<< Περί των δεισιδαιμόνων των Κιμωλίων δοξασιών σημειώνω τα εξής:

1) Την δοξασίαν, καθ' ην δαιμονικά όντα ενδιαιτώνται εντός φρεάτων, τα οποία φυλάττουσι τα ύδατα αυτών και βλάπτουσι τους επιχειρούντας οπωσδήποτε να ενοχλήσωσιν αυτά, απαντώσαν πολλαχού της Ελλάδος,  ευρίσκομεν και εν Κιμώλω. Ενταύθα δηλ., όπου κατά τον Sonnini << και αυτό το ύδωρ δεν είναι άφθονον>> διότι << δεν υπάρχουσι καθόλου ποταμοί, ρύακες ουδέ βρύσεις >>, οι δε κάτοικοι επί της εποχής του υδρεύοντο εκ δεξαμενών, σήμερον δ' έχουσιν ανορύξει ικανά φρέατα παρά τα μεσημβρινά και δυτικά ιδία παραλία, εκ των οποίων πολλά φέρουσι διακριτικά ονόματα, ως το Γλυκίν Πηάδι, 'ς τον Πήαδο 'ς τηχ Χοχλακεά κ.τ.τ. πιστεύουσιν οι αρχαϊκώτεροι των κατοίκων οτι εις έκαστον φρέαρ ενδιαιτάται το καλό του πηαδιού , όπερ αλλαχού της Ελλάδος λέγεται στοιχειό. Το δαιμόνιον τούτο δεν πρέπει να ενοχλήται καθ' οιονδήποτε τρόπον, <<ποτές σας να μην πά να μιλήτε αποπάνω απ' το πηάδι>> παραγγέλουσιν εις τους παίδας αι μητέρες.

 Πολλάκις, διηγούνται, << εκούσαμε μια φωνή από το πηάδι μέσα, ήτανε το καλό του πηαδιού>> , πιστεύεται ότι πολλάκις προς τους ομιλούντας άνωθεν του στομίου του φρέατος αποκρίνεται το δαινόνιον, << τσι ποκρίνουνταν κείνο πομέσα>>. Υπό τίνα δε μορφήν εμφανίζεται τούτο;

Ενώ αλλαχού της Ελλάδος εμφανίζεται ως δράκων, ή αράπης, ή και ζώον ως <<γάτα>>, <<ζαγάρι άσπρο>>, εν Κιμώλω έχει την μορφήν συός, <<είδαμε μιάς σα σκρόφα κι ερχότανε καταπάνω μας, αφούς ήρχε αποδώ ίσαμε κει μέσα 'ς το πισωκέφαλό μου ηνετρίχιασα>>. Μόλις εξήλθε το δαιμόνιον τούτο του φρέατος <<εφούσκωνε το νερό κι ήχυνε όξω>>.

 Αντιθέτως εκ παραδόσεως Κορινθιακής ήτο γνωστόν ότι το <<δειλινό την ίδια ώρα πάντα το νερό της  (της βρύσις) λιγοστεύει πολύ. Γιατί αυτή την ώρα το στοιχειό της βρύσις βάνει το πόδι του μπροστά 'ς την τρούπα και φράζει το νερό>>

Συνεχίζεται...

Πηγή: <<Κιμωλιακά, Τόμος Α, του Ιωάννου Σπ. Ράμφου>>.

Παρασκευή 7 Απριλίου 2017

Ο Λάζαρος του Κωσταντή...

<<Απόγευμα της παραμονής του Λαζάρου.

Όξω από την <<Απάνω Ρούα>> του Κάστρου ο μπάρμπα Λίας με το γέρω- Βαρδή - δράκο κρητικό, που κατέφυγε με άλλους στο νησί, ύστερ' από μία απ' τις πολλές επαναστάσεις της Κρήτης - καθόντουσαν  στην πεζούλα και τα έλεγαν. Την κουβέντα τους έκοψε η Μαμουνίδαινα, η κόρη του μπάρμπα Λία:

- Έλα, Πατέρα, κι η Ελένη με τον Κωσταντή μαλλιοκουρδιάζονται πάλι.

Ο γέρω- Βαρδής τότε για να μη στεναχωρεθή ο φίλους του:
- Κουβέντα, λέω δα, να γίνεται, είπε.

Μα εκείνος, θέλοντας να σώση το γόητρο του σπιτιού του:
- Φτώχεια α α, φτώχεια, Βαρδή μου, η φτώχεια φέρνει τη γρίνια.

Και πραγματικά ο Κωσταντής υπέφερε πολύ εκείνο το χρόνο, γιατί με την αρρώστεια του, ήτανε ξέμπαρκος όλο το χειμώνα. <<Γεμιτζής>> ήταν η δουλειά του και ταξίδευε πάντα με τα καΐκια του νησιού. Κι ήταν φιλότιμος και καλός. Όταν εγύριζε από το ταξίδι, με τ' άλλα ποδοσίδια δεν ξεχνούσε να ικανοποιήση το μεράκι της γυναίκας του, φέρνοντάς της χρωματιστές γυαλιστερές κόλλες χαρτί, που τις έκοβε λουρίδες και τις έπλεκε αλυσσιδωτά, για να στολίση τα κάδρα και τον καθρέφτη. Έτσι το νοικοκυριό των πανηγύριζε ολοχρονίς, σημαιοστολισμένο και τη χρονιά αυτή της φτώχειας και της γρίνιας.


Μόλις εγύρισε λοιπόν, κουρασμένος ο Κωσταντής, εκείνο το απόγευμα απ' τα Μναστήρια, όπου ο Μάρκος, ο εκκλησάρης της Παναγιάς, τον είχε από το πρωί για να τον βοηθήση να κόψουν τα <<βάγια>>. Του Μάρκου ήτανε η μοναδική βαγιά του νησιού και την εμαδούσε κυριολεκτικά κάθε χρόνο για να ευχαριστήση τους έξι παπάδες, που ετοίμαζαν τα βάγια για το <<μονοκλήσι>> της Κυριακής. Και θα τον έπαιρνε και έπειτα  από την λιτανεία της γιορτής μαζί του τον Κωσταντή να μαζέψουν απ' τις νοικοκυράδες τα <<φάδια>>, για το κερί της Παναγιάς όλου του χρόνου. 

Έτσι κατακουρασμένος λοιπόν αντίκρυσε τη γυναίκα του να του ετοιμάζη τον <<Πούσου - Λάζαρο>>. Είχε μαζέψει φρέσκες μαντελίδες και στόλιζε έναν καλαμένιο σταυρό. Αγανάχτησε για τα καλά:

- Κα μωρή Ελένη, παιδάκι είμαι τώρα για να βγω να τα πώ;
- Ε, καμένε μου, που να σε φάη το αντιμάμαλο τσι θάλασσας, να μαζέψης κανένα αυγό να το πασκάσωμε και μεις σαν όλοι τσι Χριστιανοί, του αποκρίθηκε ψευδά η κερά- Λένη του. 

Στη σκέψη μιας νηστικής Πασχαλιάς ο Κωσταντής υποχώρησε.
Και τώντες, την επαύριο,ο κόπος του δεν πήγε χαμένος. Το καλαθάκι εγέμισε αυγά, που θα τους έβαφε κόκκινα τη Μεγάλη Πέμπτη ο Πανταζής, όπως στους περισσότερους του νησιού, αραδιάζοντας ταστεία του.

Σα γύρισε πια το μεσημέρι ευχαριστημένος ο Κωσταντής, πέρασε κι απ' το φούρνο τση κερά Μαρίας τση Χρίσταινας, καλονοικοκυράς της γειτονιάς του, γεμάτης καλωσύνη, να της τα πη:


<< Πούσου Λάζαρε, πουν' η φωνή σου,
Πού σε κλαίγανε οι αδερφοί σου;

Πούσουνε στη γη βαθιά χωσμένος
Και με τους νεκρούς αποθαμένος. 
Ήρθ' ο Κύριος κι ανέστησέ σε
Και με τα κεριά ανέβασέ σε.

Ωχ αφέντη μου, καλέμ' αφέντη,
Το κοντύλι σου τρεις αγίους γράφει.
Άη Θόδωρος, κι άης Δημήτρης
Κι άης Στρατηγός, να μας φυλάη.
Κι από χρόνου>>!

Και στάθηκε στην καλή ώρα ο Κωσταντής, γιατί ίσα-ίσα εκείνη τη στιγμή η κερά Μαρία ξεφούρνιζε και τον φίλεψε με ένα <<Λάζαρο>>, μια καλοζυμωμένη και καλοψημένη φραντζόλα που της είχε δώσει- κατά το έθιμο- ανθρώπινο σχήμα, την είχε πασπαλίσει με σουσάμι και στολίσει από πάνω έως κάτω με κομμάτια σύκα. Θα την έτρωγε, όπως όλοι, η φαμέλια του τη Μεγαλοβδομάδα.

Με την ανέχεια ήταν η γρίνια, μα με <<το έχει>> η αγάπη και η χαρά εγύρισε στο σπίτι. Και το βράδυ η κερά Λένη καληνύχτισε τον καλό της.

- Κοιμήσου δα, Κωσταντή, να ξεκουραστής. Και το πρωί να πας στην Παναγιά, να μου φέρης το βάγιο για το καλό του σπιτιού.
Κι ο Κωσταντής κουνώντας ειρωνικά το κεφάλι της απάντησε:

- Δός μου το <<βάγιο>> τω Βαγιώ
και τη Λαμπρή την <<Πάπα>>
το <<Μάη>> την Πρωτομαγιά
να πω πως με αγάπας.

Μπας και θέλεις κερά Λένη αμ' απολύση η Εκκλησιά να γυρίσω με τα παιδιά και τη ροκάνα, μια κι' αυτή την ημέρα μόνο παίζεται, τραγουδώντας με δαύτα:

<<Βάγια, βάγια τω βαγιώ τρώμε ψάρι και κολιό
Και την άλλη Κυριακή θα πασκάσωμε ταρνί>>; ...>>

Πηγή: Κιμωλιακά του Ιωάννου Σπ. Ράμφου, Τόμος Β'.

Υ.Γ.: Η ομάδα του History of Kimolos σας εύχεται Καλό Πάσχα!

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Ο Ήγιος...



<<Χρόνια πια είχε στο νησί μας ο Νικολής, μα για πάντα το <<Σκιαθίτης>> έμεινε παρωνύμι του. Ναύτης στην αρχή στα καΐκια του Καπετάν Λινάρδου και του Καπετάν Νικόλα του Χαλκιόπουλου, ερωτεύθηκε την Αθηνά του και απόμεινε στην Κίμωλο και παντρεύθηκε. Ήτανε τόσο καλόκαρδη η Αθηνά, που η αφοσίωσή του γι' αυτήν αύξανε κάθε μέρα και ήταν παροιμιώδης στο νησί.

- Αθηνά μου, να πεθάνωμε μονήμερα θέλω...
- Ναι, Νικολή μου! του απαντούσε η καλή του συντρόφισσα. Και η λαχτάρα του γι' αυτήν δεν περιωριζότανε σε λόγια. Εκείνος πάντα- ο μοναδικός άνδρας στην Κίμωλο, ίσως- της κουβαλούσε τα ρούχα για να τα πλύνη στο <<γηπάρι>>, <<στις Γενάτες>> και της έφερνε νερό.

Μέσα στα <<αποδοσίδια>> των ταξειδιών του ήταν πάντα ένα ωραίο κροσσωτό μαντήλι για το κεφάλι της. Κι όταν το φορούσε η Αθηνά, ο Νικολής της έλαμπε από καμάρι.
Κάποτε αποφάσισε να πάη στη Σίφνο για ψάρεμα.
- Να μου ετοιμάσης λίγο παξιμάδι, Αθηνά μου.
- Μετά χαράς σου, Νικολή μου.
Και με φροντίδα πολλή, ετοίμασε και εγέμισε ένα τσουβάλι παξιμάδι.
Την αποχαιρέτισε και έφυγε από την Ψάθη, για το Βαθύ.
Τα μεσάνυκτα η κερά Αθηνά ξυπνά από βιαστικό κτύπημα στην πόρτα του σπιτιού της. Πετιέται, βάζει κάτι πάνω της και ανοίγει ανήσυχη.
- Ώγου! Νικολή μου, ίντα 'παθες και γύρισες;
- Τίποτα, Αθηνά μου..., δεν έκανα το χωρισμό σου...


*

Μα ήτανε και για κάτι άλλο ξακουσμένος ο Νικολής. Για την πάστρα του. Ψαράς, διχτυάρης στην Ψάθη, κρατούσε τη βάρκα του και γυαλοκοπούσε. Κι οι φίλοι πια σεβόντουσαν τη μανία του και τίναζαν και την τελευταία άμμο απ' τα ποδάρια τους, πριν πατήσουν την κουμπαστή του.

Πρωί- πρωί η κερά Αθηνά κατέβαινε στην Ψάθη, πριν ακόμη έρθη ο Νικολής με το τσούρμο του, που πρώτη θέσι είχεν ο γυιός του ο Γιάννης. Παραλάβαινε τα ψάρια και τα πουλούσε στη γύρα, αυτό ήταν η δουλειά της. Είχε τους διαλεχτούς της πελάτες, που πάντα τους ξεχώριζε τα καλύτερα ψάρια και τα 'κρυβε κάτω απ' τη λινάτσα. Δεν βαρυόταν να τους τα πάη πρώτα, για να μη κακοκαρδίση και τους άλλους που θα τα' βλεπαν. Λίγες δεκάρες η οκά, μπαρμπούνι με μουστάκι. Καμένα χρόνια!

Ντάλα καλοκαίρι τώρα. Μεγάλες μέρες. Πριν να φέξη, η Αθηνά είναι στο γιαλό.
Να η <<διχτυάρικη>> του Νικολή της, αράζει...

- Και ... και ... και ... Αθηνά μου απόψε πάθαμε μεγάλο κακό. Έπεσε σκυλόψαρο στα δίχτυα και ... και ... και ... δεν ξέρω τι θα γίνωμε τώρα, της είπε με την <<καλημέρα>> του, μόλις την αντίκρυσεν ο Νικολής, που ο συνηθισμένος γλωσσοδέτης του αυξήθηκε από τη στενοχώρια.

- Ίντα θα γίνωμε, Νικολή μου, τέτοιος τεχνίτης που είσαι συ να δουλιάς; Την υα σου να 'χης. Θα τα μοσκομαντάρης τα δίχτυα σου και θα γίνουν πάλι καινούργια.
Πώς ήξερε να τον ησυχάζη η Αθηνά του η γλυκομίλητη και με τι θάρρος έπιασε τη δουλειά...

 Οι ώρες περνούσαν, το μεσημέρι καυτό και λαμπερό επέρασε και ο Νικολής ακούνητος διώρθωνε.
Άμα ξανακατέβηκε στο γιαλό η Αθηνά, τον βρήκε καθισμένο στην αρμύρα της Κασιώτενας να κρατή το κεφάλι του. Τι ζαλάδα, τι πονοκέφαλος, τον τυραννούσαν!

Μα και πάλι δε δείλιασε η καλή γυναίκα, η ξεχωριστή γιάτρισσα του νησιού. Αυτή, χωρίς θερμόμετρα και φάρμακα, δεν περνούσε μέρα του καλοκαιριού που να μη δεχτή στο σπίτι της, στο Καψοδάσος, ένα- δύο με πονοκέφαλο και με καλωσύνη να τους γιατρέψη, χωρίς να δεχτή αμοιβή. Και για τον Νικολή της δε θα τώκανε;

Έβγαλε το ολόλευκο μαντήλι που φορούσε στο κεφάλι της, έδεσε στην άκρη έναν κόμπο και το μέτρησε τρεις φορές από τη γωνιά με τον κόμπο ως την απέναντι γωνιά, από τον αγκώνα ως τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της. Ίσα- ίσα έφτασε τρεις φορές το μάκρος του. Έπιασε έπειτα λίγο πιο κάτω από τον κόμπο την άκρη του μαντηλιού και κουνώντας την απάνω από το κεφάλι του αρρώστου της, είπε τρεις φορές το <<Θεοτόκε Παρθένε...>> και ύστερα τα λόγια της με σοβαρό και επίσημο τόνο: 

<< Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι
χίλιοι μύροι κάθονται
και τσιλούνε και ξερνούνε και το Θεό παρακαλούνε.
Κι ο Χριστός επέρασε με τους Δώδεκα Αποστόλους
και τους ρώτησε:
- Τι έχετε, παιδιά μου και τσιλάτε και ξερνάτε και το Θεό παρακαλάτε;
- Ω, Κύριε Χριστέ μου,
Συ ξεύρεις όλα τα μυστικά του κόσμου,
ακόμα Συ γνωρίζεις τα πράγματα που μας βασανίζουν.
Να! ήγιον έχομε και τσιλούμε και ξερνούμε και το Θεό παρακαλούμε.
- Βάρτε το κρύο νερό στην αγαστάρα και τα φύλλα τση μυρτιάς
και την κορφή τση λυγαριάς και προσευχηθήτε τότε και πήτε:
Άγιε μας Παντελεήμονα, πάντων ελεήμονα,
Άγια μας Αναστασία, φαρμακάντρια,
φαρμάκεψε και έβγαλε όξω τον ήγιο
και τον πόνο κι όλα τα κακά
απ' την κορφή τση κεφαλής του...>>

Όταν τέλειωσε έρριξε με τη χούφτα της νερό και εράντισε το κεφάλι του αρρώστου. Εξαναμέτρησε κατόπι το μαντήλι της με τον ίδιο τρόπο. Και τι θαύμα! Το μαντήλι, από τον κόμπο ως την απέναντί του άκρη δεν ήταν παρά δυόμιση φορές το μάκρος του χεριού της τώρα...

Ήγιον, ήγιον είχεν ο Νικολής της, όπως και οι περισσότεροι καλοκαιρινοί της άρρωστοι που αλώνιζαν και γύριζαν ούριοι από τον πονοκέφαλο στο σούρουπο. Τότε άναβγε το λύχνο της η κερά Αθηνά. Βέβαια το σωστό ήτανε να γίνη μέρα <<με το φως του ήγιου>> το γιατροσόφι μα και το λυχνάρι έφτανε, στην ανάγκη.

Σε λίγο άνοιξε τα μάτια του ο Νικολής. Ξωρκίστηκε το κακό. Πήρε τότε μέσα στη βάρκα του την Αθηνά του, έρριξε τα δίκτυα πίσω στον άη Φτάθη και έπειτα πήγαν στην Αλυκή για ν' ανέβουν στο πανηγύρι του Άη Παντελέμονα να προσκυνήσουν τη Χάρη του, που έγιανε τον Νικολή...>>

Πηγή: Κιμωλιακά, του Ιωάννου Σπ. Ράμφου, τόμος Β'.

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Λαογραφικά της Κιμώλου...

<<... Αι Μοίραι εις τας δοξασίας και τας παραδόσεις του λαού απαντούν ενταύθα ως και εις τους άλλους ελληνικούς τόπους. Ούτω λέγεται εις Κίμωλον ότι << άμα γεννήσει η γυναίκα βάζουνε στο τραπέζι ένα ποτήρι νερό και γλυκό γιατί θα έρθουν οι Μοίρες να το μοιράσουν το παιδί, ή καλά θα πάη ή κακά. Οι Μοίρες το μοιρνούνε το παιδί>> (χφ., σ. 70.) Απαντούν έτι και παραδόσεις, γνωσταί και αλλαχού, περί δυσμενών αποφάσεων των Μοιρών εις βρέφος, αι οποίαι εγένοντο γνωσταί υπό παραφυλαττόντων την έλευσιν των Μοιρών και ότι παρά τας γενομένας προφυλάξεις δεν κατέστη δυνατόν να εκφύγη το άτομον το καθορισθέν υπ' αυτών πεπρωμένον του ( χφ., σ. 70-71, 120-125, 127-131).

Αι Νεράιδες καλούνται Ανεράιδες ή Καλές Κεράδες (χφ., σ. 69-79, 208). <<Οι παλαιές (δηλ. γυναίκες) ελέγανε πως υπήρχαν Ανεράιδες>> (χφ., σ. 69). Η φράσις αύτη είναι δηλωτική ότι ο λαός από πολλού έχει παύσει πλέον να πιστεύη εις την ύπαρξίν των.

Αι παραδόσεις περί θανατώσεως κάποτε των γερόντων είναι και ενταύθα ευρέως γνωσταί (χφ., σ. 33, 133-134). Ούτω λέγεται ότι << μια φορά τσοι γέροι τσοι πνίανε στου γερό Νικόλα τα ψηλά (= τοποθεσία) (χφ., σ. 133). << Τα παλαιά χρόνια τους γέρους τους πηγαίνανε και τους γκρεμνίζανε στη θάλασσα από την Αγιά Καλή (= τοποθεσία παρά τον κολπίσκον του επινείου Ψάθη) (χφ., σ. 33. Βλ. εικόνα) Ότε δε ο υιός όστις μετέφερε τον πατέρα του, διά να τον πνίξη, επληροφορήθη υπό του πατρός του ότι και αυτός, όταν θα γηράση, θα ριφθή εις την θάλασσαν από την ίδιαν θέσιν, ούτος μετενόησε και έκρυψε τον πατέρα του εντός σπηλαίου, όπου τον έτρεφε κρυφίως, ίνα μη πληροφορηθή ο βασιλεύς την παράβασιν. Μετ' ολίγον όμως έθεσεν ο βασιλεύς στοίχημα, ποίος θα ίδη πρώτος την ανατολήν του ηλίου. Ο νέος με την συμβουλήν του πατρός του εκέρδισε το στοίχημα. Ο βασιλεύς, ότε έμαθε περί της σοφίας του γέροντος, << είπε να μην τους σκοτώνουν τους γέρους πλιά, και έτσι έχομε και την παροιμία: <<Σαν δεν έχης γέρο, δώσε κι αγόρασε>>, (χφ., σ. 133-134). Της διηγήσεως ταύτης περί του σοφού γέροντος, γνωστής και διά της λογίας παραδόσεως, κατέγραψα παραλλαγήν εκ Μήλου (...).

Ο Ι. Βογιατζίδης (ενθ. αν., σ. 114), υποστηρίζει, ότι εις την ανύπαρκτον εις το εκκλησιαστικόν εορτολόγιον Αγίαν Καλήν σώζεται <<απήχησις της ανά τα παράλια και τας ελληνικάς νήσους αρχαίας λατρείας της Πελαγίας Αφροδίτης και της Ίσιδος>>. Εις νεωτέραν μελέτην του κατόπιν : Γλώσσα και λαογραφία της νήσου Άνδρου (επί τη βάσει επιτόπιου μελέτης), ( Ανδριακά Χρονικά, τόμ. 4 (1949- 1955), διατυπώνει την γνώμην ότι εις την παράδοσν περί της Αγίας Καλής υπάρχει επιβίωσις της αρχαίας λατρείας της Ίσιδος- Φουρτούνας, δηλ. της αντικαταστάσεως κατά τους χριστιανικούς χρόνους της Καλής Φουρτούνας διά της Αγίας Καλής.

Ο Κ. Ρωμαίος, ακολουθών τον καθ. Κ.Α. Ρωμαίον, ( Προσφορά εις Στίλπ. Κυριακίδην, 1953, σ. 573-74) έχει την γνώμην, ότι εις την Αγίαν Καλήν υπόκειται επιβίωσις του αρχαίου μύθου της Ινούς, ήτις ριφθείσα εις την θάλασσαν παρέμεινεν εις αυτήν ως δαίμων υπό το όνομα Λευκοθέα, αναφερόμενη και ως Καλή.>>

Πηγή: Κιμωλιακά τόμος Β, του Ιωάννου. Σπ. Ράμφου.

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Τοκετός Κιμωλίας γυναικός...από τον C. S. Sonnini (Μέρος 3ο)

(Τοκετός (1778) Κιμωλίας γυναικός)

<<... Μόλις γεννηθή το παιδίον, το πλύνουν με χλιαρόν ύδωρ. Το καλύπτουν εν συνεχεία από των ποδών μέχρι του αυχένος δια στρώματος άλατος, το οποίον θεωρούν ασφαλές προληπτικόν κατά των σκωλήκων και των άλλων δερματικών νόσων. Αφού το σπαργανώσουν, το κατακλίνουν και τοποθετούν παρά το πλευρόν του ένα άρτον και ένα πάσσαλον ή άλλο τεμάχιον πελεκημένου ξύλου. Ο άρτος εμποδίζει το παιδίον να πεινάση ποτέ κατά την ζωήν του, ο δε πάσσαλος αποσκοπεί εις το να το καταστήση τόσον ήσυχον, όσον είναι έν τεμάχιον ξύλου.(...)

Κάθε φοράν που τοποθετούν εις το λίκνον του το βρέφος, όσα πρόσωπα ευρίσκονται εντός του δωματίου είναι υποχρεωμένα να παραμείνουν μέχρις ου τακτοποιηθή το παιδίον, και ουδείς άλλος δύναται να εισέλθη εφ όσον διαρκεί η διαδικασία αυτή. Η σημασία, η οποία αποδίδεται εις την τήρησιν των προφυλάξεων αυτών, μαρτυρεί πόσον μεγάλην θέσιν κατέχουν εις τον νουν των Ελλήνων. Είναι ούτοι πράγματι πεπεισμένοι ότι η παράβασις των θα επέσυρε τα μεγαλύτερα δεινά. Δεν είναι όμως αυταί αι μόναι πράξεις, αι οποίαι υποτίθεται ότι έχουν κακάς επιδράσεις επί των παιδίων. Π.χ. δεν πρέπει να πάρη κανείς φωτιάν ή φως από μίαν οικίαν, όπου υπάρχει νεογέννητον, άλλως τούτο θα κλαίη όλην την νύκτα. Αλλ' η στιγμή της σπαργανώσεως κυρίως θεωρείται ως εγκυμονούσα τους πλέον αμέσους κινδύνους δι' αυτό, αν αμεληθή η αποτροπή παντός ενδεχομένου βλαπτικού παράγοντος. Αι πολλαί κινήσεις πέριξ του λίκνου, οι αδιάκριτοι λόγοι, ακόμη και τα βλέμματα, είναι πράξεις επικίνδυνοι. Όλοι λοιπόν παραμένουν ακίνητοι τηρούντες θρησκευτικήν σιγήν.


΄Ετυχε μιαν ημέραν, ενώ παρηκολούθουν την σπαργάνωσιν ενός παιδίου να είπω: <<Τι ωραίο παιδάκι>>. Η μαία, η οποία ησχολείτο με την εργασίαν αυτήν, εστράφη ζωηρώς προς το μέρος μου φωνάζουσα: <<Σκόρδο στα μάτια σου>>. Κατόπιν έπτυσε με την ιδίαν ζωηρότητα και επανειλημμένως το παιδίον εις το πρόσωπον, πράγμα το οποίον ευτυχώς έλυσε τα μάγια ή την κακήν επιρροήν των αθώων μου λόγων, δια των οποίων επίστευα ότι θα επροξένουν ευχαρίστησιν εις την μητέρα. ΄Αλλωστε η συνήθεια αυτή του πτυσίματος κατά πρόσωπον προς εξουδετέρωσιν της βασκανίας είναι αρχαιοτάτη, τόσον δε κατά την αρχαιότητα όσον και σήμερον, το <<κακό μάτι>> θεωρείται ως ο μεγαλύτερος κίνδυνος δια τα παιδιά, κακό μάτι δε κατά την ιδέαν των Ελλήνων σημαίνει ζηλείαν ή φθόνον.


Δια να προκαλέσουν ύπνον εις τα παιδία, τους δίδουν κονιοποιημένον μοσχοκάρυον εντός γάλακτος. Αλλά το συνηθέστερον χρησιμοποιούμενον φάρμακον δι' όλας τας ασθενείας των παιδίων, η κατ' εξοχήν πανάκεια, είναι η βενετική θηριακή. Αν το παιδίον αισθάνεται τον παραμικρόν πόνον,αν κλαίη, αν δεν κοιμάται αρκετά, αν δεν έχη όρεξιν, εν ολίγοις δια πάσαν αδιαθεσίαν οιασδήποτε φύσεως, καταφεύγουν εις την θηριακήν ως εις υπέρτατον και καθολικόν φάρμακον. Δεν περνά ημέρα χωρίς να δώσουν εις το παιδίον ολίγην από την ουσίαν αυτήν ή χωρίς τουλάχιστον να του την τοποθετήσουν ως κατάπλασμα επί του ομφαλού. Ημπορεί κανείς να ειπή μετά βεβαιότητος ότι εις το Αρχιπέλαγος τα παιδία καταναλίσκουν περισσοτέραν θηριακήν κατά τα δύο πρώτα έτη της ηλικίας των, από τους πλέον ενθέρμους ενήλικας θιασώτας του σκευάσματος αυτού παρ' ημίν. Οι πτωχοί, δια τους οποίους η θηριακή είναι φάρμακον πολύ δαπανηρόν, την αντικαθιστούν δια του κυμίνου, το φυτόν το οποίον είναι λίαν διαδεδομένον εις την Ανατολήν. Παρασκευάζουν εξ αυτού αλοιφήν και την χορηγούν εν είδει θηριακής εις τα μικράς ηλικίας τέκνα των.


Η υπέρμετρος χρήσις θερμαντικών φαρμάκων έχει αναμφιβόλως τα μειονεκτήματά της. Το γεγονός όμως ότι εξ αυτής αναπτύσσονται ρωμαλαίοι άνδρες και γυναίκες αρίστης διαπλάσεως, συνηγορεί υπέρ αυτής. Ενώ παρ' ημίν, όπου τα πνευματικά φώτα αφθονούν, αλλ' όπου τα διδάγματα της πείρας θυσιάζονται συχνά εις τας αντιλήψεις μιας φαεινής θεωρίας, και παρωδούνται μετά περιφρονήσεως ως κοιναί εκ παραδόσεως δοξασίαι, η αναψυκτική δίαιτα, η οποία μαλθακύνει και εκνευρίζει, έχει επικρατήσει μεταξύ των ευπόρων τάξεων, εκείνων δηλαδή αι οποίαι εν τη προσπαθεία των να παρατείνουν τα όρια της ζωής των τα συντομεύουν ολοέν περισσότερον. Έχομεν προ οφθαλμόν τα όντα, τα οποία αι τάξεις αυταί έχουν παραγάγει, ή μάλλον καταδικάσει να φθίνουν και να υποφέρουν.


 Δια να αποφύγουν τας ραγάδας και τας εκδοράς , αι οποίαι  ενοχλούν πολύ τα βρέφη εις όσα μέρη του σώματος σχηματίζουν πτυχάς υγραινομένας από τον ιδρώτα ή τα ούρα, αι Ελληνίδες γυναίκες τα πλύνουν δι' αφεψήματος ξηρών και κονιοποιημένων φύλλων μυρτιάς εντός θερμού οίνου. Αι πλύσεις αυταί επαναλαμβάνονται ημέραν παρ' ημέραν και είναι λίαν αποτελεσματικαί, διότι ουδέποτε βλέπει κανείς βρέφος με την ελάχιστην αμυχήν εις το δέρμα του. Αι φροντίδαι αυταί, αι οποίαι επιδαψιλεύονται μετά τόσης επιμελείας εις τα νεογνά, ιεραί μαρτυρίαι της μητρικής στοργής, η οποία ουδέποτε πλανάται μέχρι του σημείου να εμπιστευθή εις μισθοφόρον στήθος την ιεράν υποχρέωσιν της γαλουχήσεως του καρπού της επί εν όλον έτος, δεν επεκτείνονται εν τούτοις, εις τα υπαγορευόμενα  υπό της θρησκείας προληπτικά μέτρα. Οι Έλληνες δεν βιάζονται ως οι καθολικοί να χορηγήσουν το βάπτισμα εις τα τέκνα των. Η καθυστέρησις αυτή είναι συνήθης μεταξύ των πτωχών, διότι ούτοι  πρέπει να αναμένουν έως ότου εξοικονομήσουν τα αναγκαία χρήματα δια την πληρωμήν των παπάδων, των οποίων ο ζήλος δεν εξικνείται μέχρι της δωρεάν παροχής των υπηρεσιών των. Επειδή όμως κατά κανόνα τα παιδιά λαμβάνουν όνομα μόνον διά της βαπτίσεως, είναι συνήθεια να αποκαλούν τα αβάπτιστα διά του γενικού ονόματος <<δράκος>, προφανώς επειδή αυτά έχουν τι το κοινόν με τον σατανάν, τον δράκοντα της κολάσεως.>>



Πηγή: Κιμωλιακά του Ιωάννη Σπ. Ράμφου ( Τόμος Γ).