Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Αγάντα Μπάτη - Μπότη μου...



<<Η Κίμωλος είχε πάντα καταξιωμένους ναυτικούς και καραβοκύρηδες. Ξεχωριστά οι << πανάδες>> όσοι ταξίδευαν με πανιά, ήταν ξακουστοί και έμπειροι στη δουλειά τους.

Γι' αυτό και τα ξενικά ιστιοφόρα, τους χρησιμοποιούσαν για πλοηγούς στα δύσκολα περάσματα των Αιγαιοπελαγίτικων καναλιών.

Η ζωή τους συνδεόταν με τις χαρές και λύπες της θάλασσας. Πριν ακόμα τα καϊκια του <<Σάρδη>> και του <<Καντσού>> γίνουν μηχανοκίνητα, όλα τ΄άλλα άνοιγαν στο πέλαγος με πανιά.

Αν μπορούσε να ξανασμίξει κανείς με κείνους τους θαλασσόλυκους; Αν κατόρθωνε να συνταξιδέψει με τα πληρώματά τους; Να δοκιμάσει τις αγωνίες τους, να θαυμάσει την αντοχή τους, να καταγράψει τις προσταγές και τις συμβουλές, θάχε πολλά να πει και να μεταφέρει σ' αυτή τη στήλη: Ανέκδοτα και παροιμίες- ναυτικά κελεύσματα και κουβεντολόι σε ναυτική διάλεκτο. Ευκαιρία λοιπόν να ερευνήσουμε όσους απόμειναν και να παρουσιάσουμε με σεβασμό και αγάπη ότι μπορεί να διασωθεί απ' την λαογραφία του ναυτόκοσμου της Κιμώλου.

Έτσι ο Ανδρέας Σαραμάσκος μας διηγείται:

Είχε ένα Μανιάτικο σκαρί τύπου << Μπότση>>, κάποιος καπετάνιος από την Κίμωλο που ο καημός του και το μεράκι του ήταν πώς θα ξεπερνούσε τα ιστιοφόρα των συμπατριωτών του, όταν ταξίδευε. Βέβαια ήταν κι αυτό μια παλικαριά! Να ξεκινάς την ίδια ώρα μ' ένα πλεούμενο και να φουντάρεις πρώτος στον Πειραιά ή στην Ψάθη. Ότι ακριβώς γινόταν κάποτε με το <<Ιόνιο>> και το <<Κίμωλος>>.

Όμως μερικές φορές φαίνεται πως την πάθαινε σαν συναγωνιζόταν με το γοργόφτερο σκαρί του << Μαρσάγγελου>>. Γι' αυτό πάνω στα σκαμπανεβάσματα και κονταροχτυπήματα του αγέρα, τον άκουγαν που παρακαλούσε και υποσχόταν συνέχεια:


<<Αγάντα Μπάτη - Μπότη μου = ( νοτιά μου και καϊκι μου)
και μην 'πομένεις πίσω
κι αν πιάσεις το <<Μαρσάγγελο>>
θε να σε χρωματίσω>>.

- Ο Καπετά - Δημήτρης ο Καναβάρης δούλεψε κι αυτός σκληρά κι ασταμάτητα με τη θάλασσα. Αυτός μάλιστα κατάφερε και όριζε δυο καϊκια. Το πρώτο τ' ονόμαζε <<Άρης>> και το δεύτερο <<Άρενα>>! Μα το πιο σπουδαίο ήταν, πως σαν τραβήχτηκε απ' τη θάλασσα, όταν ο μόχθος κι' η αρμύρα αυλάκωσαν με βαθιές ρυτίδες το πρόσωπό του απώλεσε και το γλυκό του φως. Έτσι όποτε κι αν γύριζαν τα καϊκια του στο νησί τα πρόσμενε με μια κρυφή λαχτάρα στην άκρη του λιμανιού. Κι' ενώ έπαιρνε είδηση την παρουσία τους, δεν είχε την εικόνα τους μπρος στα μάτια του, για να τα συνοπάρει με τ' όνομά τους. Όταν λοιπόν τύχαινε να φανεί ένα απ' τα δυο στη μπούκα του λιμανιού, ρωτούσαν μερικοί νησιώτες τον Καπετάνιο:

- Μήπως είν΄ο <<Άρης>>; Κι εκείνος τότε τους έδινε την απόκριση: - Αν είν' ο <<Άρης>> θα είναι μέσα ο Καπετάν - Δημήτρης ο Καναβάρης. Κι όταν πάλι τον ξαναρώταγαν: - Μήπως είν' η <<Άρενα>>; Τους απαντούσε περίχαρος: - Αν είν' η <<Άρενα>> θα είναι μέσα η Καπετάν- Δημήτρενα η Καναβάρενα.

Να θυμηθούμε λίγο τη θλιβερή ιστορία από το τέλος του θρυλικού Ιάσονα, που όταν πια δεν έβλεπε την <<Αργώ>> προτίμησε να φτάσει μέχρι τη Κόρινθο, για ν' αντικρύζει το σκελετό της και να τελειώσει μ' ένα χτύπημα απ' το μαδέρι της, τη ζωή του, ή να μεταφέρουμε τις τελευταίες πεθυμιές κάθε απόμαχου καραβοκύρη και ναυτικού που νοσταλγεί πάνω σ' ένα καράβι να κάνει το ταξίδι του για τον Άδη;

<<Ας ήμουνα στη θάλασσα σ' ένα καράβι απάνω,
ας μ' έβρεχε το κύμα της κι ύστερα ας πεθάνω>>.

Υ.Γ.: Αφιερωμένο σ' όλους τους Κιμουλιάτες ναυτικούς, που άλλοι μεταφορικά και άλλοι κυριολεκτικά έδωσαν τη ζωή τους στη θάλασσα...

Πηγή: <<Κιμωλιακών Παροιμιών το Ανάγνωσμα>> του Αντωνίου Γ. Τρούλλου.