Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Κίμωλος 9/1884 από τον James Th. Bent (Μέρος 1ο)


 Γκραβούρα άγνωστης χρονολογίας. Φαίνεται ο Αϊ Φτάθης και η Κίμωλος. Πιθανόν στο βάθος φαίνεται και το κάστρο της Κιμώλου. (βλ. εικόνα)


Αυτό το νησί αποτέλεσε έκπληξη μετά το τελευταίο. Αντί για τις εύφορες κοιλάδες, τους πλούσιους κήπους, τα λουλούδια και επενδυμένους λόφους της Σίφνου, ήμαστε τώρα σε ένα χαμηλό, γυμνό νησί που βρίσκεται σε ηφαιστειακό σχηματισμό. Οι ραβδώσεις του πράσινου, κόκκινου και κίτρινου χρώματος στους βράχους, λες και έχουν βγει από μία από τις χοάνες του Ηφαίστου, δίνουν μια περίεργη, παράξενη πτυχή για κάθε πράγμα. Το χώμα είναι καφέ και λεπτό και δεν έχει ένα δέντρο για να δεις. Εμείς αποβιβαστήκαμε σε ένα μικρό λιμάνι που ονομάζεται ''Πράσινο'' (ενδεχομένως να εννοεί τα Πράσα), από τα βράχια που την περιβάλλουν.

Περπατήσαμε σε ένα μικρό δρόμο και όλα έγιναν κόκκινα και στη συνέχεια πήγαμε λίγο πιο πέρα και κάθε τι έγινε λευκό. Τώρα είμαστε σε ένα λατομείο από ένα είδος λευκών πωρόλιθων, εύκολο να κοπεί και πολύ βραβευμένο για χτίσιμο, για να σκληρύνει με το χρόνο. Είναι η παλιά <<terra Kimolia>> (Κιμώλια γη), από τον οποίο οι αρχαίοι έκαναν τη γη πληρέστερη.

Κοντά στο σημείο αυτό έχουν βρεθεί ποσότητες αρχαίων αγγείων και εργαλείων, ακόμη και η μικρή βιομηχανία του τόπου, είναι σε αυτό το λατομείο. Τα καϊκια κάτω από το Πράσινο λιμάνι μεταφέρουν αυτή την πέτρα, η οποία λαμβάνεται στην Αθήνα για οικοδομικούς σκοπούς.

Ο καπετάν Γιώργης δεν μας αντιμετώπισε καλά, γιατί είχαμε κουβαλήσει τη τσάντα και τις αποσκευές, σε απόσταση αρκετής ώρας από την πόλη περπατώντας, όπου δεν υπάρχουν ζώα όπως θα έπρεπε να είχαμε, λέγοντας ότι το χειμώνα το λιμάνι κοντά στην πόλη ήταν επικίνδυνο, δήλωση που βρήκαμε να μην είναι ακριβώς αλήθεια. Αλλά το Πράσινο λιμάνι ήταν πολύ βολικό για την επιστροφή του στη Σέριφο, ως εκ τούτου και η επιθυμία του να μας αφήσει εκεί. Ήταν ένας γνήσιος απόγονος των ένδοξων προγόνων του. Graca mercari fide, είναι όπως εφαρμόζεται σήμερα, όπως ήταν στους ρωμαϊκούς χρόνους και επιπλέον η αμαρτία του ψεύδους δεν είναι μία από τις αμαρτίες που ανταποκρίνεται στην αποδοκιμασία της Ανατολικής Εκκλησίας.

Δεν υπάρχουν μουλάρια στην Κίμωλο, μόνο άθλια γαϊδουράκια που δεν είναι πολύ μεγαλύτερα από τα σκυλιά της Νέας Γης. Σε ένα από αυτά η Κυρά Λεμονιά επέστρεφε από τα χωράφια της και μας προσπέρασε. Ήταν αρκετά μεγάλη και επέμεινε σε εμάς να γίνει χρήση των ζώων της. Έπειτα, συναντήσαμε μια πομπή να έρχεται για μας από την πόλη. 

Τα γαϊδουράκια είναι μικρά στην Κίμωλο και οι σέλες είναι μεγάλες και ικανές να ταλαντευτούν δυσάρεστα. Επομένως, θα έπρεπε να κάθεσαι πλάγια και να κλίνεις προς τα πίσω. Είναι μια αίσθηση που φρόντισα να δοκιμάσω μόνο μία φορά. Έτσι στην Κίμωλο προτίμησα να περπατήσω.

Είχε σκοτεινιάσει αρκετά από τη στιγμή που φτάσαμε στην μοναχική πόλη του νησιού. Είναι μια περιτοιχισμένη πόλη ( που λένε), όπως και πολλές πόλεις άλλων νησιών. Οι πλάτες των σπιτιών σχηματίζουν όλες ένα τείχος που εγγράφεται από την πύλη στα δύο άκρα. Οι δρόμοι έχουν ως συνήθως τη μορφή λωρίδας, είναι βρώμικοι όπως και τα σπίτια που είναι από το περπάτημα στους δρόμους. Κάτω από την ύπαρξη (κατοικία), η αποθήκη και το χοιροστάσιο. Στους δρόμους υπάρχουν πλατφόρμες, όπου κάθονται και γίνονται όλα τα κουτσομπολιά της Κιμώλου (...)

Το κατάλυμα μας στην Κίμωλο δεν ήταν πολύ μεγάλο. Το σπίτι είχε μόνο δύο δωμάτια: μια αίθουσα υποδοχής και ένα υπνοδωμάτιο. Το βράδυ είχαμε πλήθος επισκεπτών, ο ιερέας, ο διδάσκαλος και ο έπαρχος της Μήλου, ο οποίος έτυχε να είναι στο νησί για μία επίσκεψη. Άντρες και γυναίκες της κατώτερης τάξης γιόρτασαν με τα μάτια τους πάνω μας από μακρυά, δηλαδή από το τέλος του άλλου δωματίου, περίπου δεκαπέντε πόδια μακρυά (5 μέτρα).

(...)
Η μικρή λάμπα πετρελαίου έκαιγε όλη τη νύχτα εμπρός από το σκευοφυλάκιο του νοικοκυριού. Η γωνιά είναι γεμάτη ιερές εικόνες, είναι μια μεγάλη ενόχληση. Κάποιες παλιές ξύλινες εικόνες έχουν φθαρεί με το φιλί, μερικές νέες φανταχτερές από το Άγιο Όρος σε επιχρυσωμένα πλαίσια, τα στέφανα του γάμου, μερικές θρησκευτικές εικόνες από τη Ρωσία και το ξεδιάντροπο θυμιατήρι, στο οποίο το Σάββατο καίγεται το λιβάνι για να αγιάσει το σπίτι. Αλλά τη νύχτα, όταν η λάμπα καίει με τρεμάμενο φως σε αυτό το ιερό της οικογένειας, είναι δυσάρεστο, ειδικά όταν οι ακτίνες πέφτουν στην εικόνα του Αγίου Μιχαήλ ή σε κάποια άλλη φρικτή εικόνα ενός Αγίου ο οποίος έχει υποστεί αμέτρητα βασανιστήρια.

Κάθε ιδιοκτήτης έχει <<το όνομα του Αγίου>> μέσα στο σύνολο των εικόνων με βάση τον οποίο γιορτάζει.
Την επόμενη μέρα βρήκαμε την οικοδέσποινα μας και άλλες κυρίες της Κιμώλου πρόθυμες να έρθουν πολύ πριν ντυθούμε. Είναι υπερβολικά πρωτόγονες στους τρόπους τους, με λίγη σεμνότητα και την προφανή επιθυμία να είναι φιλόξενες. Είναι πολύ επικοινωνιακές όσον αφορά τα έθιμα και τις πεποιθήσεις τους και ποτέ δεν έχω συναντήσει τίποτα πιο γελοίο από τις δεισιδαιμονίες.

Συνεχίζεται...

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Μια αναφορά του 1778 για τη ζωή στην Κίμωλο...

(Παραδοσιακή ενδυμασία Κιμώλου 1778)

Α. ΒΙΖΑΝΙ  ΚΙΜΩΛΟΣ

Το 1793 κυκλοφόρησε στο Λονδίνο ένα εικονογραφημένο χρονικό περιηγήσεων στην Ελλάδα που πραγματοποιήθηκαν από τον Μάιο του 1788 ως τον Φεβρουάριο του 1789. Συγγραφέας του αξιόλογου αυτού οδοιπορικού φέρεται ένας ανώνυμος <<Ιταλός τζέντλεμαν>>. Στον τίτλο, ωστόσο, προβάλλεται ο Άγγλος ζωγράφος και αρχιτέκτονας JAMES STUART, γνωστός από τις εργασίες (μαζί με τον συνάδελφο του REVETT) αποτυπώσεων αρχαίων αθηναϊκών μνημείων.

Δημιουργείται έτσι το ερώτημα: ποιος ήταν ο πραγματικός συγγραφέας του χρονικού; Μήπως ο JAMES STUART; Αλλά ο Άγγλος καλλιτέχνης και αρχαιολόγος είχε πεθάνει στις αρχές του 1788, πριν ακόμα πραγματοποιηθεί το επίμαχο ταξίδι στην Ελλάδα.
Ο Άγγλος αρχαιολόγος JAMES MORTON PATON υποστηρίζει ότι ο ανώνυμος συγγραφέας είναι ο Ιταλός ALESSANDRO BISANI.
Στο βιβλίο υπάρχουν μόνο πέντε χαλκογραφίες του STUART από την Αθήνα κι οπωσδήποτε αυτές οι εικόνες δεν ήταν αρκετές να του εξασφαλίσουν την πατρότητα του έργου. Φαίνεται ότι η προβολή του ονόματος του JAMES STUART έγινε από τον εκδότη αποκλειστικά για κυκλοφοριακούς λόγους. Η αιτία που υπαγόρευσε την αποσιώπηση του ονόματος του ALESSANDRO BISANI παραμένει άγνωστη.
Γεγονός πάντως είναι πως ο Ιταλός περιηγητής, ευσυνείδητος, απροκατάληπτος, κάτι ολότελα ασυνήθιστο για καθολικό, ενημερωμένος και προικισμένος με ερευνητικό πνεύμα, έδωσε ένα λαμπρό ταξιδιωτικό κείμενο. Μερικές παρατηρήσεις του μάλιστα πάνω σε καίρια προβλήματα του τότε Ελληνισμού είναι πολυσήμαντες.

Η περιήγηση στον Ελληνικό χώρο αρχίζει από την Κίμωλο, πολυσύχναστη σκάλα στις Κυκλάδες σ΄ολόκληρο τον ΙΗ' αιώνα, όπου ο ανώνυμος περιηγητής και οι συνταξιδιώτες του έφθασαν τέλη Μαίου 1788.

Όλοι οι κάτοικοι του νησιού έσπευσαν στην κατοικία του προεστού όπου είχαν καταλύσει οι ξένοι <<για να τους δουν και να μάθουν νέα>>. Ο σπιτονοικοκύρης πρόσφερε στους επισκέπτες γάλα, (το μόνο που παράγει το νησί), χωρίς να δεχθή χρήματα.

<<Η διακόσμηση του σπιτιού προσαρμοσμένη στην αισθητική και στις συνήθειες του τόπου, ήταν όλη όλη κάτι μικρά επιχρυσωμένα κανάτια από κιμωλία γη και εικόνες αγίων>>.
Πρόσεξε ότι όλοι οι νησιώτες άκουγαν τον προεστό με μεγάλη προσοχή. <<Με τα άσπρα γένια του, το επιβλητικό και μεγαλόπρεπο ύφος και κυρίως την ηλικία και την υποδειγματική αρετή του, έχει εξασφαλίσει  την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του. Είμαι βέβαιος πώς στην Ελλάδα ανακουφίζεται κανείς από τα βάσανα των γερατειών με το σεβασμό, την υπακοή και την καλοσύνη που συναντά σ' όλους τους νέους>>. Οι κάτοικοι της Κιμώλου ήταν όλοι ναυτικοί και οι περισσότεροι από αυτούς άριστοι πιλότοι. Μιλούσαν ιταλικά, γαλλικά, ακόμα και αγγλικά. Οι γυναίκες έπλεκαν κάλτσες μπαμπακερές που αποτελούν βασικό έσοδο για το πάμπτωχο νησί.

Στους περισσότερους από τους ξένους, που ταξίδεψαν στην Κίμωλο προκαλούσε εντύπωση η ζωηρή κοινωνικότητα των γυναικών. Έτσι πολλοί επηρεασμένοι από τις παλαιότερες περιπέτειες του νησιού, που είχε μεταβληθεί σε καταφύγιο των πειρατών κατά τους χειμερινούς μήνες, μιλούσαν για ανηθικότητα. Η ίδια πλάνη και οι ίδιες παρεξηγήσεις είχαν δημιουργηθεί και κατά τον ΙΖ' αιώνα στους ταξιδιώτες που έβλεπαν την ελευθερία των γυναικών της Χίου. Ο Ιταλός περιηγητής έχει την ικανότητα να ανακαλύψει τα αίτια της πρόθυμης επικοινωνίας των γυναικών της Κιμώλου με τους ξένους, κάτι αδιανόητο για τους πληθυσμούς των άλλων νησιωτικών και ηπειρωτικών ελληνικών περιοχών.

<<Η φυσική τους ζωηράδα, μαζί με την επιθυμία να διαθέσουν τα χειροτεχνήματα τους, έχουν δημιουργήσει τόση οικειότητα με τους ξένους, ώστε πολλές από αυτές μας έπιαναν από το μπράτσο και μας οδηγούσαν στα σπίτια τους. Αυτή η συμπεριφορά καλλιέργησε την εντύπωση ότι οι γυναίκες της Κιμώλου δεν είναι ενάρετες>>. Στην πραγματικότητα προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν την πώληση των προϊόντων τους που αποτελούσαν την μοναδική ελπίδα για επιβίωση στο ολότελα άγονο νησί τους.

Δεν είναι ούτε όμορφες ούτε άσχημες, παρατηρεί ο συγγραφέας του χρονικού. << Έχουν πλούσιο στήθος και πολύ παχιά πόδια. Γι' αυτά τα χοντρά πόδια τους καμαρώνουν ιδιαίτερα και κάνουν ότι μπορούν (φορώντας κυρίως πολλά ζευγάρια κάλτσες) για να αυξήσουν τον όγκο τους. Η φορεσιά τους είναι περίεργη. Πάνω στο πουκάμισο που κουμπώνει κάτω από το στήθος και φθάνει λίγο κάτω από τα γόνατα, φορούν ένα χρυσοκέντητο ζιπούνι με κόκκινη μπορντούρα που περιβάλλει το στήθος χωρίς να εμποδίζει την προβολή του. Ένα μαντήλι στερεωμένο στο κεφάλι κυματίζει πίσω. Φοράνε άσπρες κάλτσες, μικρά υποδήματα και κεφαλοδέσια κάθε λογής>>.

Όλα τα παιδιά του χωριού ζητούσαν από τους ξένους <<ένα παρά>>. Οι κάτοικοι ζούσαν σε εξαθλίωση. Ωστόσο, παρατηρεί ο περιηγητής, τα εγκλήματα είναι σπάνια στο νησί.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Κάμε και συ να 'χεις...


<< Ρώτησα πολλούς Κυκλαδίτες ναυτικούς για την ικανότητα των Κιμωλιατών καραβοκυραίων και ναυτικών και όλοι βγάλανε το καπέλο. Τους παραδέχτηκαν και τους αναγνώρισαν. Εμείς θα βρεθούμε πάλι ασκητές χειμερινοί στο μικρό λιμάνι του Αη- Μηνά, αλλά σε μια άλλη εποχή. Τότε που μπαινοβγαίναν τα πανάδικα καϊκια, μ' όλη την επιδεξιότητα και την σβερτοσύνη. Γι' αυτό αν δε βαρυγκομάς κι έχεις την καλή διάθεση, μπορείς ν' ακούσεις και να πληροφορηθείς πολλά, απ' τη ζωή και τα έργα εκείνου του παραγνωρισμένου ναυτόκοσμου.

Μια φορά λοιπόν κάποιος Κιμωλιάτης καραβοκύρης είχε <<καργάρει>> (μπατάρει) το καϊκι του μες στη θάλασσα με σκοπό να το <<παλαμίσει>>. Δηλαδή, να το καθαρίσει από κάτω και να το λιπάνει προσεχτικά. Το ξεσαβούρωτο καϊκι - λένε οι ναυτικοί - μοιάζει πάντα σαν το λαούτο! Το γέρνεις και το πασπατεύεις όπου θες, βάρδα να μη σου τουμπάρει απότομα! Έτσι γίνεται και με το πλεούμενο. Το γέρνεις μέχρι να φανερωθεί η καρένα του, κάνεις τη δουλειά σου και γλυτώνεις τη φασαρία να το τραβάς ανήμπορος στη στεριά.

Αφού λοιπόν το ξέπλυνε αρχικά, άρχισε να το καλαφατίζει κανονικά: Να φράζει δηλαδή τους αρμούς του ξύλου, με το <<καλαφατικό>>. Αυτό το εργαλείο ήταν ένα μονό ή διπλό ατσάλινο κοπίδι που το χτυπούσε με τη <<ματσόλα>> (ξύλινο πλατύ σφυρί), για να σπρώχνει όσο πιο βαθιά χωρούσε μέσα στους αρμούς, το ποτισμένο με κατράμι κλώστινο στουπί.

Έτσι γινόταν το καλαφάτισμα. Και μ' αυτές τις προετοιμασίες θα προχωρούσε τώρα ο καπετάνιος, στη δεύτερη και απαραίτητη φάση των εργασιών του, δηλαδή στο παλάμισμα. Για να παλαμίσει όμως τα πλευρά του έπρεπε να 'χει φτιάξει το υλικό και να διαθέτει το ειδικό εργαλείο.

Το προφυλαχτικό αυτό υλικό - δηλαδή την <<απαλάμη>> - παρασκεύαζαν μονάχοι τους οι καραβοκύρηδες! Ήταν ένα λίπος που το βγάζανε από την εξωτερική επιφάνεια των νεφρών του μοσχαριού. Το χτυπούσαν με χοντρό αλάτι πάνω στα γκρεμνά και όταν διαμορφωνόταν σε μια συμπαγή μάζα σαν μπάλα, τη φύλαγαν και τη χρησιμοποιούσαν όταν την ήθελαν. Πριν από τη χρήση ζεσταίναν πάντα την απαλάμη. Μετά ρίχναν και <<τερματίνη>> (κομμάτια σαν πίσσα κόκκινη) για να πήζει. Κι άλλες φορές πάλι την ανακάτευαν με <<κοκκινάβαρη>> (κόκκινη ώχρα) έτσι που να δίνουν και χρωματισμό στο παλάμισμα!

Μέχρι εδώ λοιπόν πήγαιναν μια χαρά! Μα την τελευταία ώρα που χρειάστηκε να παλαμίσει το καϊκι του, δεν βρήκε πουθενά τη <<μαλακταριά>>: Μακρύ ξύλινο κοντάρι περίπου σαν το σκουπόξυλο, που με μια πιθαμή αρνίσια προβιά με φουντωτό μαλλί δεμένο στην άκρη, θα μάζευε το υλικό και θ' άλειφε τα πλευρά. Τότε μεσ' στην παραζάλη του, θυμήθηκε κάποιο συμπατριώτη του νοικοκύρη. Το 'βαλε στα πόδια και έτρεξε να δανειστεί τη μαλακταριά του. Ευτυχώς τον πρόλαβε και ζήτησε γεμάτος αγωνία αυτό που του 'λειπε. Εκείνος τότε χωρίς βιασύνη και άρνηση του απάντησε ειρωνικά:

- Κοίτα να δεις πόσες έχω... Μια - δυο - τρεις!
- Μωρέ δόσ' μου μια, να παλαμίσω το σκαφίδι μου, κι άσε τα μετρήματα κατά μέρος. Ήρθε όμως η σωσίβιος λέμβος σαν τον κεραυνό. - Δεν σου δίνω ούτε μια του 'πε. Γλάρωσε τα μάτια του ο κακόμοιρος και τον κοίταξε με μια περίεργη απορία.

- Μωρέ ήντα 'ναι τούτα που μου λες συνάδελφε;
- <<Κάμε και συ να 'χεις>>! του επανέλαβε απειλητικά ο κάτοχος των τριών κρεμασμένων μαλακταριών. Όχι γιατί ήταν κακιασμένος, αλλά γιατί το 'ξερε, και ήταν κατάλληλη η ευκαιρία να τον διδάξει κάτι. Πως ό,τι έχεις ανάγκη για μια δουλειά, πρέπει να το συγκεντρώνεις νωρίτερα και όχι να ψάχνεις να το βρεις τελευταία ώρα. - Κάμε και συ να 'χεις... - Κάμε και συ να 'χεις...

Μονολογούσε τώρα κι έτρεχε με τη μαλακταριά στα χέρια, μπας και προλάβει διαλυμένη και ζεστή ακόμα, την <<απαλάμη>> του. Κι όσο άλειφε όλο κι επαναλάμβανε την απόκριση του συναδέλφου του, που τον έκαψε. <<Κάμε και συ να 'χεις>>! Μια ακόμη παροιμιώδης φρασεολογία των Κιμωλιάτικων αναγνωσμάτων, που βγήκε μέσα απ' τις αγωνίες, τις συναλλαγές, το διάλογο, αλλά και τη βαθιά φιλοσοφία των παλιών ανθρώπων του μόχθου και της αρμύρας.>>

Πηγή: <<Κιμωλιακών Παροιμιών το Ανάγνωσμα>> του Αντωνίου Γ. Τρούλλου.

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Αγάντα Μπάτη - Μπότη μου...



<<Η Κίμωλος είχε πάντα καταξιωμένους ναυτικούς και καραβοκύρηδες. Ξεχωριστά οι << πανάδες>> όσοι ταξίδευαν με πανιά, ήταν ξακουστοί και έμπειροι στη δουλειά τους.

Γι' αυτό και τα ξενικά ιστιοφόρα, τους χρησιμοποιούσαν για πλοηγούς στα δύσκολα περάσματα των Αιγαιοπελαγίτικων καναλιών.

Η ζωή τους συνδεόταν με τις χαρές και λύπες της θάλασσας. Πριν ακόμα τα καϊκια του <<Σάρδη>> και του <<Καντσού>> γίνουν μηχανοκίνητα, όλα τ΄άλλα άνοιγαν στο πέλαγος με πανιά.

Αν μπορούσε να ξανασμίξει κανείς με κείνους τους θαλασσόλυκους; Αν κατόρθωνε να συνταξιδέψει με τα πληρώματά τους; Να δοκιμάσει τις αγωνίες τους, να θαυμάσει την αντοχή τους, να καταγράψει τις προσταγές και τις συμβουλές, θάχε πολλά να πει και να μεταφέρει σ' αυτή τη στήλη: Ανέκδοτα και παροιμίες- ναυτικά κελεύσματα και κουβεντολόι σε ναυτική διάλεκτο. Ευκαιρία λοιπόν να ερευνήσουμε όσους απόμειναν και να παρουσιάσουμε με σεβασμό και αγάπη ότι μπορεί να διασωθεί απ' την λαογραφία του ναυτόκοσμου της Κιμώλου.

Έτσι ο Ανδρέας Σαραμάσκος μας διηγείται:

Είχε ένα Μανιάτικο σκαρί τύπου << Μπότση>>, κάποιος καπετάνιος από την Κίμωλο που ο καημός του και το μεράκι του ήταν πώς θα ξεπερνούσε τα ιστιοφόρα των συμπατριωτών του, όταν ταξίδευε. Βέβαια ήταν κι αυτό μια παλικαριά! Να ξεκινάς την ίδια ώρα μ' ένα πλεούμενο και να φουντάρεις πρώτος στον Πειραιά ή στην Ψάθη. Ότι ακριβώς γινόταν κάποτε με το <<Ιόνιο>> και το <<Κίμωλος>>.

Όμως μερικές φορές φαίνεται πως την πάθαινε σαν συναγωνιζόταν με το γοργόφτερο σκαρί του << Μαρσάγγελου>>. Γι' αυτό πάνω στα σκαμπανεβάσματα και κονταροχτυπήματα του αγέρα, τον άκουγαν που παρακαλούσε και υποσχόταν συνέχεια:


<<Αγάντα Μπάτη - Μπότη μου = ( νοτιά μου και καϊκι μου)
και μην 'πομένεις πίσω
κι αν πιάσεις το <<Μαρσάγγελο>>
θε να σε χρωματίσω>>.

- Ο Καπετά - Δημήτρης ο Καναβάρης δούλεψε κι αυτός σκληρά κι ασταμάτητα με τη θάλασσα. Αυτός μάλιστα κατάφερε και όριζε δυο καϊκια. Το πρώτο τ' ονόμαζε <<Άρης>> και το δεύτερο <<Άρενα>>! Μα το πιο σπουδαίο ήταν, πως σαν τραβήχτηκε απ' τη θάλασσα, όταν ο μόχθος κι' η αρμύρα αυλάκωσαν με βαθιές ρυτίδες το πρόσωπό του απώλεσε και το γλυκό του φως. Έτσι όποτε κι αν γύριζαν τα καϊκια του στο νησί τα πρόσμενε με μια κρυφή λαχτάρα στην άκρη του λιμανιού. Κι' ενώ έπαιρνε είδηση την παρουσία τους, δεν είχε την εικόνα τους μπρος στα μάτια του, για να τα συνοπάρει με τ' όνομά τους. Όταν λοιπόν τύχαινε να φανεί ένα απ' τα δυο στη μπούκα του λιμανιού, ρωτούσαν μερικοί νησιώτες τον Καπετάνιο:

- Μήπως είν΄ο <<Άρης>>; Κι εκείνος τότε τους έδινε την απόκριση: - Αν είν' ο <<Άρης>> θα είναι μέσα ο Καπετάν - Δημήτρης ο Καναβάρης. Κι όταν πάλι τον ξαναρώταγαν: - Μήπως είν' η <<Άρενα>>; Τους απαντούσε περίχαρος: - Αν είν' η <<Άρενα>> θα είναι μέσα η Καπετάν- Δημήτρενα η Καναβάρενα.

Να θυμηθούμε λίγο τη θλιβερή ιστορία από το τέλος του θρυλικού Ιάσονα, που όταν πια δεν έβλεπε την <<Αργώ>> προτίμησε να φτάσει μέχρι τη Κόρινθο, για ν' αντικρύζει το σκελετό της και να τελειώσει μ' ένα χτύπημα απ' το μαδέρι της, τη ζωή του, ή να μεταφέρουμε τις τελευταίες πεθυμιές κάθε απόμαχου καραβοκύρη και ναυτικού που νοσταλγεί πάνω σ' ένα καράβι να κάνει το ταξίδι του για τον Άδη;

<<Ας ήμουνα στη θάλασσα σ' ένα καράβι απάνω,
ας μ' έβρεχε το κύμα της κι ύστερα ας πεθάνω>>.

Υ.Γ.: Αφιερωμένο σ' όλους τους Κιμουλιάτες ναυτικούς, που άλλοι μεταφορικά και άλλοι κυριολεκτικά έδωσαν τη ζωή τους στη θάλασσα...

Πηγή: <<Κιμωλιακών Παροιμιών το Ανάγνωσμα>> του Αντωνίου Γ. Τρούλλου.

Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

Οι Δρίμες του Αυγούστου...


<<Τελευταία μέρα του Ιουλίου! Παραμονές του 15Αύγουστου! Ο παπά- Δημήτρης σήμανε με τις καμπάνες της Παναγιάς τον εσπερινό. Τις άκουγε κι η κυρά- Μαρία από τον <<ΚΑΜΠΟ>> και σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια:

-Φύλαξόν μας Κύριε, από τις δρίμες των έξι πρώτων ημερών του Αυγούστου.
Την ίδια ώρα μερικές παλιές νοικοκυράδες οδεύανε καλοντυμένες στην εκκλησιά και 'φχόταν η μια στην άλλη:

-Καλή Πρωτοδριμιά κερά- Στέλλα
-Καλές δρίμες κερά- Ρηνιώ μου.

Η κερά Κατίνα όμως συμβούλευε και το εγγονάκι της.
- Έχε το νου σου μωρέ Γιώργη, αύριο να μην έμπεις στη θάλασσα. Ε χρειάζεται κολύμπι σημαδιακή μέρα. Θα τρυπήσει μωρέ το δέρμα σου, και το μπανιερό σου, ούτε και να κάτσεις πολύ ώρα στον ήλιο. Θα τρυπήσουν τα ρούχα σου και οι φανέλες σου.

Ο Γιωργάκης όμως δε χαμπάριαζε από τέτοια. Μεγάλες οι αποστάσεις ανάμεσα στα νιάτα και στα γεράματα. Μα 'κείνη ήξερε τι έλεγε, γι' αυτό επέμενε να λάβει τα μέτρα. Βρήκε μάλιστα και ένα βραχιολάκι σιδερένιο και του το πέρασε στο χέρι εξεπίτηδες: 
- Για να μην σε πιάσουν μωρέ οι δρίμες, τού 'πε...

Ηξημέρωσε δα και η άλλη μέρα, έγινε η λειτουργία της Πρωτοδριμιάς κι ήδειξε μια κατασκοπευτική ματιά το καταμεσήμερο - η κερά- Κατίνα- προς τις ακτές και τις αμμουδιές της Αλυκής και την Μπονάτσας. Εν είδε όμως πολλούς μπανιαδόρους κι ηυχαριστήθηκε.

- Δόξα συ ο Θεός είπε, τό 'πιασε ο κόσμος πως ο ήλιος τις μέρες αυτές κάνει κακό. Από περιέργεια μάλιστα πήε πιο κοντά, να δει εκείνες οι άμυαλες κοπέλες, μπας και βγάλαν σήμερα τα στήθεια με τις μαύρες ρόες στον καύσωνα.
Μα σαν αντίκρυσε μερικές απογοητεύτηκε. Ευτυχώς τουλάχιστον που δεν ήτανε Κιμωλιάτισσες...

Εδώ που τα λέμε αρκετοί είχαν ξανακούσει για τις δρίμες αλλά κανείς σχεδόν δε θυμόταν κάτι το συγκεκριμένο. Αρωτήσαμε τους πολύ παλιούς και βρήκαμε κάποιαν άκρη.

Ήτανε λοιπό ν οι Δρίμες οι <<Δρίμιδες νύμφες>> ή οι <<Δρυάδες>> νεράιδες που παρουσιαζόταν σαν κακά πνεύματα του Αυγούστου και προξενούσαν καταστροφές. Έλα όμως που πάλι η κερά- Μαρία θυμόταν περισσότερα πράγματα.

- Αυτές παιδάκι μου είναι οι πρώτες έξι κακόγουστες ή γρουσούζικες μέρες του Αυγούστου ή και του Μάρτη, γι' αυτό και αποφεύγαμε στην εποχή μας να εκτελούμε καμιά δουλειά.

- Ούτε πλύναμε ρούχα γιατί δριμιάζανε. Δριμοκοβούντανε δηλαδή όταν τ' απλώναμε στον ήλιο και γιόμιζαν από μικρές τρύπες. Μα δεν μπαίναμε και στη θάλασσα, γιατί γιόμιζε το σώμα ξανθήματα, ούτε και λούζαμε τα μαλλιά μας γιατί χαλούσε η κόμη μας.

- Μωρέ κι εμένα έλεγε η θειά μου ( συμπλήρωσε η Κερά- Ζαμπέτα) πως οι Δρίμες βγαίνανε και τις έξι πρώτες μέρες του Μάρτη. Θυμόταν μάλιστα κι έναν γέρο μαραγκό που δεν έκοβε ξύλα με το πριόνι αυτές τις μέρες, γιατί σαρακιάζανε από τα σκουλήκια.

- Γι' αυτό δα λοιπόν επικράτησε τότε και η σχετική παροιμία:


<< Τ' Αυγούστου οι Δρίμες στα πανιά 
και του Μαρτιού στα ξύλα>>

Ο κυρ Γιάννης που παρακολουθούσε άφωνος τη συζήτηση δεν άργησε να βγάλει γρήγορα τα συμπεράσματα του.

- Μπράβο κόψιμο του μυαλού οι παλιοί! Ο καυτερός ήλιος του Μάρτη και του Αυγούστου τα δημιούργησε όλα στις έξι μέρες.
Ο δριμύς και καυστικός ήλιος που συμπίπτει μάλιστα με την είσοδό του στον ολέθριο για τα εγκαύματα <<αστερισμό του κυνός>> (δηλ. του σκυλιού).

Όλοι λοιπόν συμφώνησαν πως η έκθεση του δέρματος ειδικά αυτές τις μέρες στον ήλιο βλάπτει φοβερά και ολέθρια. Καίει τα μάλλινα, χαλάει τα μαλλιά, προξενεί καρκίνο στο δέρμα και σκουληκιάζει τα ξυλικά!

Μόνο που στη σημερινή εποχή, επιστήμονες μέσω των τηλεοπτικών μηνυμάτων καταμετρούν τον ήλιο και μας προειδοποιούν για τις καυστικές καρκινοφόρες του επιδράσεις.


<<Ήλαξε ο Μανωλιός κι ήβαλε τα ρούχα αλλιώς>>

Και κάτι άλλο ας καταλαγιάσουν λοιπόν όσες ασυναίσθητα τα βγάζουν όλα στον ήλιο! Οι Δρίμες, οι νεράιδες του Αυγούστου παραμονεύουν πάντα με τις ακτίνες τους...........>>

Πηγή:  << Κιμωλιακών Παροιμιών το Ανάγνωσμα>> του Αντωνίου Γ. Τρούλλου.

Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Αϊ Γιάννης ο Κλήδονας


Στην περιοχή Πύργος υπάρχει ένα πολύ γραφικό ξωκκλήσι, το οποίο έχει εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια και σιγά σιγά ο χρόνος αφήνει τα σημάδια πάνω του.

Η ομάδα του History of Kimolos βρέθηκε εκεί πριν από 2 χρόνια και αποθανάτισε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.

Με αφορμή λοιπόν τη γιορτή του Αϊ Γιαννιού και το έθιμο του Κιμουλιάτικου Κλήδονα, που έλαβε χώρα στην κεντρική πλατεία της Κιμώλου, τον Κάμπο, αποφασίσαμε να σας γράψουμε για το συγκεκριμένο ξωκκλήσι, πριν ο χρόνος το σβήσει μια για πάντα. Όσον αφορά το έθιμο του Κιμουλιάτικου Κλήδονα, θα αναφερθούμε σε άλλη μας ανάρτηση.

Δυστυχώς δεν έχουμε πληροφορίες για το εν λόγω ξωκκλήσι, πότε εγκαταλείφθηκε και για ποιο λόγο, το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι οι εικόνες του έχουν μεταφερθεί σε άλλους ναούς του νησιού.

Υ.Γ.: Όσοι γνωρίζετε που βρίσκεται το ξωκκλήσι και θέλετε να το επισκεφθείτε, μεγάλη προσοχή λόγω του ότι υπάρχει υψηλός κίνδυνος για τη σωματική σας ακεραιότητα.









Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Ένα θαύμα της Παναγίας της Μναστηριώτισσας



Αυτή τη φορά θα περιπλανηθούμε στα <<Μναστήρια>> της Κιμώλου. Ν' ανάψουμε τα σβηστά καντήλια της Παναγιάς, να προσκυνήσουμε τις εικόνες της, να λιβανίσουμε δίχως φόβο και μέσα απ' του λιβανιού την άχνα και το βοητό της θάλασσας, να μεταφερθούμε σε μιαν άλλη εποχή.

Κάποια νύχτα του χειμώνα, με το κύμα να σπα αγριεμένο στα διπλανά βράχια και τους Κουρσάρους να κοιμούνται ελεύθερα και κατάχαμα, στο χώρο της εκκλησίας. Δυο τρεις γυναίκες που βόσκουνε στην περιφέρεια εκείνη τα πρόβατα τους, ξεκινούν με πίστη και ευλάβεια ν' ανάψουν σύναυγα τα καντήλια.

Έτσι συνήθιζαν τότε. Πριν ακόμα χαράξει, οι γυναίκες να 'χουν κάμει τούτο το ιερό χρέος- ν' ανάψουν και να λιβανίσουν το θαυματουργό ξώκκλησο!

Αυτή την παραδοσιακή συνήθεια θα τη συναντήσουμε και στη Σίφνο. Και ξεχωριστά κάθε Σαββατόβραδο που δεν έπρεπε ποτέ να μένουνε σβηστά τα καντήλια της Παναγίας της Χρυσοπηγής ( βρίσκεται κι αυτή χτισμένη κοντά στη θάλασσα). Το επιβεβαιώνει μάλιστα και ο ποιητής Αριστ. Προβελέγγιος στο σχετικό με τη Χρυσοπηγή ποίημά του:

<<..Αυτό ν' το τάξιμό των κάθε Σαββάτο βράδυ
αυτό ν' το τρέξιμο των σε νύχτες σε σκοτάδι...>>

Χαρακτηριστικό είναι πως τούτες δω οι δύο παραδόσεις συμβαδίζουν και συνταιριάζουν μεταξύ τους. Και ξεχωρίζουν μόνο στο τρόπο της θεϊκής επέμβασης, για την απολύτρωση των γυναικών από τα χέρια των φοβερών κουρσάρων.

Αλλά ας δούμε τα πράγματα με την κανονική τους εξέλιξη. Φτάσανε λοιπόν οι γυναίκες στο Μοναστήρι της Παναγίας της Χρυσοπηγής. Μα σαν άνοιξαν την πόρτα, αντίκρυσαν ένα τρομακτικό θέαμα. Τους κουρσάρους να κοιμούνται κάτω στο δάπεδο. Καμμιά όμως δεν υποχωρούσε. Η πίστη τους νικά! Έτσι μπαίνει η πρώτη μέσα και ανάβει αθόρυβα το καντήλι της Παναγιάς. Οι άλλες με το θιμιατό στο χέρι προσπαθούν ν' ανάψουν πρώτα τα κάρβουνα κι ύστερα να ρίξουν το λιβάνι στη φωτιά. Δεν είναι απαραίτητο να μπουν μέσα. Μπορεί κι από την πόρτα να εκτελέσουν το χρέος τους. Κι' έτσι ήταν το πιο σωστό.

Όλα τώρα έχουν τελειώσει κανονικά. Μα ο καπνός το φως και τα βήματα των γυναικών που απομακρύνονται, τους ξυπνούν και τους βάζουν σ' ανησυχία. Τρέχουν τότε να τις συλλάβουν.

Θα χρησιμοποιήσω πάλι μερικούς στίχους από το ποίημα του Προβελέγγιου, για ν' αποδείξω μέχρι εδώ πόσο συνταιριάζουν οι παραδόσεις μας:

<< Μα την στιγμή εκείνη ηθέλησεν η μοίρα οι φοβεροί κουρσάροι να ξυπνήσουν και με κραυγές βλαστήμιες να τις κυνηγήσουν...>>

Παρ' όλο όμως που οι κουρσάροι τρέχουν και στην Κίμωλο, είναι αδύνατο να φτάσουν και να συλλάβουν την τελευταία. Αυτή την τολμηρή γυναίκα που με τόση πίστη άναψε το καντήλι της Παναγίας. Έτσι αφού <<έγινε καπνός>> και χάθηκε απ' τα μάτια τους, κανείς τους δεν συνέχισε να τις κυνηγά. Πάνω σ' αυτή την αφορμή η λαϊκή πίστη και παράδοση τοποθετεί την Θεϊκή επέμβαση, για την απολύτρωση των γυναικών από τους Κουρσάρους.



Η πίστη και η ευλάβεια όπλισε με φτερά αγγελικά τις γυναίκες για να γίνουν άπιαστες και άφαντες από τα χέρια και τα μάτια των πειρατών. Μα ο υπερήφανος κουρσάρος, απέδωσε σε μαγικά κι άλλα αίτια τη γρήγορη απομάκρυνση εκείνης της τελευταίας Κιμωλιάτισσας. Γι' αυτό της φώναζε δυνατά, για να τον ακούσει και να δικαιολογήσει την αποτυχία του!

<<Αχ! διαόλου κόρη δε σού 'ραψε η μάνα σου το πουκάμισο σου (πουκαμίσα) με κορθαλιά να μπερδέψουνε τα ποδάρια σου...>>

Εδώ είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε τί είναι η <<κορθαλιά>> για να δώσουμε πιο εύκολα την έννοια αυτής της παροιμιώδους φράσης που λέγεται μέχρι σήμερα στην Κίμωλο.

Είναι λοιπόν η <<Κορθαλιά>> το κλώστινο κρόσι, ή πιο απλά, το περίσεμα της κλωστής από το στημόνι της κρεβαταριάς (= του αργαλιού) με το τέλειωμα ενός υφαντού. Αυτές τις κοντές κλωστές, αφού τις ψαλιδίζανε απ' το υφαντό, τις παίρνανε τις ένωναν τις περνούσανε σε βελόνες και ράβανε τα ρούχα τους, εκείνο τον καιρό. Έπρεπε όμως όταν έκαναν την ένωση μεταξύ τους να βάζουν σταυρωτά τις κλωστές για να φεύγει το κακό από πάνω τους. Γιατί αν δεν τις σταύρωναν, όποιος ή όποια φορούσε ρούχο ραμμένο με κορθαλιά, μπερδεύονταν τα πόδια και δεν μπορούσε να τρέξει γρήγορα. Για τούτο ακριβώς απέφευγαν να ράβουν με ασταύρωτη κορθαλιά, τα παντελόνια των μικρών παιδιών.

Όπως και τα παντελόνια των κληρωτών για να μη μπερδεύουνε τα πόδια όταν αντιμετωπίζανε πόλεμο. Αυτή λοιπόν τη σκέψη έκαναν κι οι κουρσάροι. Δεν ήταν ραμένη η πουκαμίσα της γυναίκας με ασταύρωτη κορθαλιά, γι' αυτό έγινε καπνός και χάθηκε απ' τα μάτια τους!..>>

Πηγή: <<Κιμωλιακών Παροιμιών το Ανάγνωσμα>> του Αντωνίου Γ. Τρούλλου.

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Τα ματσακάνια της Κιμώλου...


<< Μια φορά κι έναν καιρό, μικρό παιδί ο Μανώλης έπαιρνε το μονοπάτι από το ''Μπρόβαρμα'' και τραβούσε γραμμή για το απάνεμο λιμάνι του Αγίου- Μηνά. Εκεί βρίσκανε ασφάλεια τα ιστιοφόρα κι από κει ή από το Κλίμα φόρτωναν τους πωρόλιθους( πώρια) για τον Πειραιά, που θα κτίζαν τα πρώτα σπίτια.

Η μεταφορά από τα νταμάρια γινόταν πάντα με γαϊδουράκια ή με καρότσια στις παραλίες και απ' εκεί με βάρκες στα καΐκια. Το πέταγμα του πωριού από την βάρκα στο καΐκι ήταν αυτόματη κίνηση από χέρι σε χέρι. Μια στιγμή ρυθμικής πορείας και άσκησης.

Τ' όνειρο του μικρού παιδιού ήταν να γίνει καραβοκύρης. Βοηθούσε όμως να δώσουν χέρι- χέρι και τα πώρια μες το καΐκι. Το καλοκαίρι ξεκινούσε πάντα πρωί- πρωί. Πριν φωτίσουν κάποιες λιγοστές ακτίνες τ' απόκρυφο λιμανάκι. Στο κατηφόρι του λιθόστρωτου συναντούσε αρκετούς ξωμάχους από την Κίμωλο. Με κοπίδι και σφυρί στο χέρι. Στρατοκόποι μέσα στο ξημέρωμα. Σκαρφαλώνανε στις κοντινές ριζοπλαγιές και πιάνανε αμέσως δουλειά στα νταμάρια. Η διανομή των μαστόρων γινόταν κατά μήκος όλης σχεδόν της διαδρομής από το Κλίμα μέχρι τον Αη- Μηνά. Μα οι πιο ειδικευμένοι περνούσαν απέναντι. Πάνω απ΄το βαθύ αυλάκι της θάλασσας. Θέση προνομιακή αλλά ριψοκίνδυνη. Αν γλιστρούσες από κει ψηλά, φουντάριζες αμέσως στη θάλασσα.

Γι' αυτό οι εργάτες ταμπουρωνότανε προστατευτικά πίσω από τα στιβαγμένα ματσακάνια (Πελεκούδια) των άχρηστων ψιλοκομένων πωρόλιθων. Προφυλαγμένοι κι αθέατοι. Με το κοπίδι και σφυρί στο χέρι. Χτυποκόπι και καλούπιασμα σε ορθογώνια σχήματα. Έτσι όμως όπου και αν περνούσες, άκουες ένα ρυθμικό χτύπημα σαν μοναστηριανέκο σήμαντρο, που καλούσε τους καλόγερους σε προσευχή και παράκληση.

Μόνο που εδώ, οι Κιμώλιοι ειδικευμένοι μαστόροι, μετέτρεπαν τους πωρόλιθους σε πώρια.

Κατάλληλα για κτίσιμο και ανοικοδόμηση. Καθημερινή προσευχή για τον ''άρτον ημών τον επιούσιον''. Αγώνας και αγωνία για τους ανθρώπους που απογύμνωναν τα νταμάρια, μα δεν είχαν τα μέσα να ενταφιάσουν τα γυμνά πέτρινα οστά, τα γκριζοπράσινα ματσακάνια. Κι ήταν αυτό το βουητό και το σφυροχτύπημα μαζί με τα φουρνέλα του νταμαριού όπλο και φοβέρα στην απομόνωση. Νόμιζες πολλές φορές πως περικύκλωναν το στενό λιμάνι, πεταλωμένα αλόγατα από τη στεριά και αποβατικά σκάφη με περίεργα πληρώματα απ' τη θάλασσα. Φάνταζαν τότε στο μυαλό του μικρού Μανώλη, σαν μια τρομακτική μάχη που αντί να πέφτουν κορμιά ορθώνονταν διπλά τείχη από τα πώρια που στοίβαζαν.

Χρόνια και χρόνια τούτες οι γενιές των Κιμωλιατών πότιζαν με τον ιδρώτα του κορμιού, τα άγονα και πετρωμένα χώματα των ανεμόδαρτων υψωμάτων. Και το σφυρί με το κοπίδι χωρίς διακοπές και σταματημό. Ούτε και τις ώρες που πέφτανε σε νάρκη οι Νεράιδες του βουνού και της θάλασσας.

Ένα από τα πολλά εγγόνια του παππού Μανώλη επέστρεφε κάθε απογευματινό με αυτοκίνητο από τον μετασχηματισμένο τουριστικό ναύσταθμο του Αγίου- Μηνά. Η ταχύτητα του τροχοφόρου δεν άφηνε περιθώρια να ερευνήσεις, ν' απολαύσεις, να μελετήσεις και να χαρείς το φυσικό περιχαράκωμα της διαδρομής.

Όσο για τα περιμανδρωμένα σε μεγαλόσχημους χτιστούς όγκους πέτρινα πελεκούδια (ματσακάνια) κανείς δεν τους έδινε σημασία. Περασμένα και λησμονημένα, χωρίς καμία ανάμνηση. Δίχως την οφειλόμενη αναγνώριση στο μόχθο, στην υπομονή και στη μαστοριά των ανθρώπων μιας άλλης εποχής!

Το εντυπωσιακό είναι, πως κανείς δεν επεχείρησε από τότε να μεταβάλει και να αλλοιώσει αυτή την πρωτόγνωρη εικόνα του γυμνού τοπίου. Κάτι που δεν το συναντάμε τόσο εύκολα στους ζωγραφικούς πίνακες των νησιών μας.

Απορώ πως δεν το εκμεταλλεύτηκαν οι ζωγράφοι, πως δεν το σχολίασαν οι περιηγητές, πως δε σκέφτηκαν οι γιαγιάδες να διηγούνται στα παραμύθια, πως με τούτο το ψιλοκομένο υλικό απομόνωναν κάποτε τις στέγες των αγροτικών και εξοχικών σπιτιών, απ' τη ζέστη!

Σημάδια πειστικά μιας πολύχρονης απασχόλησης, μέχρι την περίοδο του 1950 για να παραμείνει, να ριζώσει και εξασφαλιστεί ο ταλαίπωρος νησιώτης στον τόπο του και να προστατέψει το σπιτικό του , με σποδομούς.

Ευκαιρία λοιπόν να τιμήσουμε τους μαστόρους έστω και αργά- και να επεξηγήσουμε πώς στριμώχτηκαν οι μικροσκοπικές πετρούλες σ' αυτούς τους χώρους.

Σήμερα μάλιστα, που θα τις αντικρύζει κανείς εύκολα μέσα σε λίγη ώρα με τ' αυτοκίνητο, ασφαλώς θ' αποτελούν μια δεύτερη εντυπωσιακή εικόνα, μετά τ' Ασπρόγκρεμνα!

Στον μελλοντικό καλοπροαίρετο επισκέπτη της Κιμώλου, μαζί με τις σπηλιές, τα βράχια και τις γεωλογικές φιγούρες των παραλιών, θα τον ενδιαφέρουν οπωσδήποτε και αυτά.

Έτσι ίσως χρειαστεί να αναρτήσουμε μια- δυο ανάλογες απαξηγηματικές πινακίδες. 'Ενα μήνυμα ακόμη από την ιστορία του τόπου μας!

Ελπίζουμε να υπάρξει και χορηγός!!!>>

Πηγή: ''Κιμωλιακών Παροιμιών το Ανάγνωσμα'' του Αντωνίου Γ. Τρούλλου.

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Το σπήλαιον του Παληόκαστρου (Κακός Ποταμός)


<< Επί της βραχώδους ακτής του Παληοκάστρου και εντός της θαλάσσης εις όρμον καλούμενον κακός Ποταμός, ευρίσκεται σπήλαιον λαξευμένον εντός του σκληρού βράχου (καλούμενο και ως Πελεκητή)

Είναι άγνωστον πότε το εν λόγω σπήλαιον κατεσκευάσθη και προς τινα σκοπόν εγένετο, πλην η κατασκευή του παρουσιάζει συμμετρίαν χαρακτηριστικήν.

Είναι άριστα διατηρημένον παρά τους αιώνας οίτινες έκτοτε έχουσι παρέλθει και τα πλήγματα άτινα επί αιώνας δέχεται εκ των κυμάτων της θαλάσσης.

Το σπήλαιον τούτο φράσσεται εις το βάθος με τον βράχον, αλλ' ως φαίνεται, επικοινωνεί εκεί με έτερον εσωτερικόν σπήλαιον διά μικράς θυρίδος, ήτις παρατηρείται χαμηλά εντός της θαλάσσης εις το βάθος του σπηλαίου.

Το σχήμα της μικράς θυρίδος της παρατηρουμένης εις το βάθος του σπηλαίου και εντός της θαλάσσης είναι τριγωνικόν ευρίσκεται δε υπό το ύδωρ. Το σπήλαιον έχει σχήμα παραλληλεπίπεδον, αι δε διαστάσεις του είναι οι ακόλουθοι: μήκος 13 μέτρων περίπου, πλάτος 2μ. 40εκ., ύψος εις το μέσον του σπηλαίου 3μ. 40εκ. περίπου, ου πλέον του ημίσεως εύρηται υπό το ύδωρ.

Παρατηρεί τις ότι το τμήμα των τοίχων του σπηλαίου όπερ εύρηται νυν υπό το ύδωρ, έχει κοπή διά τρόπου λίαν συμμετρικού καίτοι ο βράχος έχει σκληρότητα γρανίτου.

Το φαινόμενον τούτο του εν λόγω σπηλαίου, του οποίου πλέον του ημίσεως εύρηται υπό το ύδωρ της θαλάσσης, αποδεικνύει, ως ελέχθη ανωτέρω, ότι το έδαφος της νήσου Κιμώλου υπέστη εις εποχήν λίαν απομεμακρυσμένην της σημερινής, καθίζησιν οφειλομένην είτε εις σεισμικήν δόνησιν είτε εις έκρηξιν ηφαιστείου.

Το αυτό φαινόμενον παρατηρείται επίσης εις την θέσιν Ελληνικά, ένθα μέρος της αρχαίας πόλεως της Κιμώλου, λόγω καθιζήσεως του εδάφους, εξηφανίσθη υπό την θάλασσαν, ως ελέχθη ήδη ανωτέρω εις το κεφάλαιον περί της νεκροπόλεως των Ελληνικών.

Το σπήλαιον επικοινωνεί με την θάλασσα και η επίσκεψίς του γίνεται διά θαλάσσης και μέσον λέμβου, ήτις εισέρχεται ελευθέρως εντός του σπηλαίου. Πλησίον του εσωτάτου βάθους του σπηλαίου ευρίσκεται επί της οροφής κατασκευασμένον ένα πέτρινον τόξον εν σχήματι καμάρας, καλώς διατηρούμενον ως σήμερον.

Επί των τοιχωμάτων του σπηλαίου έχουσι λαξευθή επτά ανασκαφαί εγκαθήσες εντός του βράχου εκ των οποίων αι τρεις ευρίσκονται επί της αριστεράς πλευράς, αι δε τέσσαρες επί της δεξιάς. Μία εκ των ανασκαφών επί της αριστεράς πλευράς λαξευμένης επί του σκληρού βράχου έχει σχήμα κανονικωτάτου τετραγώνου του οποίου αι διαστάσεις είναι αι ακόλουθοι, μήκος 3μ. 40εκ., ύψος 1μ. 10εκ. και βάθος εντός του τοίχου 0μ. 40εκ. Η τελευταία αύτη ανασκαφή ευρίσκεται άνωθεν της επιφανείας της θαλάσσης, ενώ αι έτεραι εξ έχουσι λαξευθή εντός του βράχου και εις το ύψος της θαλάσσης. Δεν ηδυνήθην να αποκαλύψω την σκληρότητα των εν λόγω ανασκαφών.

Είμαι της γνώμης ότι το σπήλαιον τούτο ως και εκείνο της Βρωμολίμνης περί ου κατωτέρω εχρησιμοποιείτο εν τη αρχαία εποχή ή προς κατοικίαν κατοίκων τινών του Παληοκάστρου οίτινες έξων νομαδικόν βίον ή ως τάφος οικογενειακός εντός του οποίου εθάπτοντο τα μέλη μιας και της αυτής οικογενείας.>>


Πηγή: <<Περί του προϊστορικού πολιτισμού των Κυκλάδων νήσων η νήσος Κίμωλος, Παρά Χαριδήμου Γ. Μουστάκα, Δικηγόρου>>

Υ.Γ. : Επειδή δυστυχώς δεν έχουμε στο αρχείο μας κάποια φωτογραφία του εν λόγω σπηλαίου η έγχρωμη φωτογραφία είναι από την ιστοσελίδα www.panoramio.com  και η ασπρόμαυρη από το βιβλίου του Χαρίδημου Γ. Μουστάκα.

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Η σπηλιά της Κονσολίνας...


Το σπήλαιον τούτο σχηματίζει δωμάτιον ου αι διαστάσεις είναι αι ακόλουθοι: μήκος 4 μ. 15 εκ., πλάτος 2 μ. 65 εκ. και ύψος 2 μ. 20 εκ.

Το σπήλαιον τούτο, ως είναι κατασκευασμένον δίδει την εντύπωσιν ότι εχρησιμοποιείτο προς αποθήκευσιν ύδατος ο εχρησιμοποίουν οι κάτοικοι του εν λόγω χωρίου ( Παληόκαστρο) διά τας ανάγκας των. 

Παρατήρει τις επίσης ότι οι βράχοι οίτινες περιβάλλουσι το σπήλαιον τούτο έχουσι κανονικώς κοπή τούτο δίδει την εντύπωσιν ότι οι κάτοικοι της νήσου της εποχής ταύτης έκαμνον χρήσιν εργαλείων προς κοπήν των σκληρών βράχων αγνώστων σήμερον.

Πηγή: << Περί του προϊστορικού πολιτισμού των Κυκλάδων νήσων η νήσος Κίμωλος παρά Χαρίδημου Γ. Μουστάκα Δικηγόρου>>.

Δυστυχώς μας είναι άγνωστο πώς ονομαζόταν το σπήλαιο στην αρχαιότητα, αλλά σύμφωνα με πηγές, η συγκεκριμένη σπηλιά πήρε το όνομά της γύρω στον Μεσαίωνα, όταν σε μία πειρατική επιδρομή που έγινε στο νησί, η γυναίκα του Γάλλου Κόνσολα ( πρόξενου) βρήκε καταφύγιο στο εν λόγω σπήλαιο. Από τότε λοιπόν, ονομάστηκε σπηλιά της Κονσολίνας.

Δεν γνωρίζουμε την κατάληξη αυτής της γυναίκας. Σύμφωνα όμως με θρύλους του τόπου μας, υπάρχουν διάφορες παραλλαγές, κάποιες είναι ευχάριστες, κάποιες δυσάρεστες και κάποιες αναφέρουν την ύπαρξη ερωτικής ιστορίας. Θεωρούμε καλύτερο το τέλος της προαναφερθείσας ιστορίας να το αφήσουμε στην σφαίρα της φαντασίας σας!

Υ. Γ.: Μέρα με τη μέρα όλοι αυτοί οι θησαυροί του Παλιόκαστρου χάνονται μέσα στη βλάστηση του βουνού. Μήπως ήρθε η ώρα οι αρμόδιες αρχές του νησιού να λάβουν θέση, ώστε  και οι επόμενες γενιές να μπορούν να θαυμάζουν αυτά που μας άφησαν παρακαταθήκη οι πρόγονοί μας; 

Τα μυστικά της περιοχής δεν τελειώνουν εδώ. Υπομονή μέχρι την επόμενή μας ανάρτηση... Να είστε όλοι καλά!



















Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Παληόκαστρο (Αρχαίον Φρούριον)


Στο όρος Παληόκαστρο είχαμε αναφερθεί και σε μία προηγούμενη ανάρτησή μας ( Νοέμβριος 2013) στην οποία παραθέτουμε στοιχεία και φωτογραφικό υλικό από ένα Γερμανικό καταφύγιο που υπάρχει στο μυστηριώδες αυτό βουνό.

Στην συγκεκριμένη ανάρτηση θα σας παραθέσουμε ακόμα ένα μυστικό γι αυτό το όρος! Αφού διαβάσαμε αναφορές για το Παληόκαστρο και το εξερευνήσαμε, σας μεταφέρουμε την εμπειρία μας... Καλή ανάγνωση!

<< Παληόκαστρον είναι το όνομα το οποίο οι σύγχρονοι Έλληνες δίδουσιν εις τας αρχαίας πόλεις ( βλ. Σοννίνι, << Ταξίδια εις Ελλάδα και Τουρκίαν>>, τομ. ΙΙ, σελ. 445). Ως φαίνεται εις την Κίμωλον υπήρχον οι δύο τύποι πόλεων ους μνημονεύει ο Θουκυδίδης (1, 7, 8) πρώτον η πόλις η μακράν της θαλάσσης κειμένη και επί των υψηλών ορέων εκτισμένη και ήτις επροφυλάσσετο διά τείχους από τας επιδρομάς των πειρατών. Τοιαύτη ήτο το νυν Παληόκαστρο της Κιμώλου ως επίσης και η πόλις της Σερίφου, της Σύρου και τέλος των Μυκηνών, και η παραλία πόλις, ήτις ήτο πλουσία και ακμαία λόγω της κινήσεως των πλοίων και του εμπορίου όπερ ενησκείτο εν αυτή.

Και η τελευταία αύτη πόλις η παραλιακή ήτο επίσης οχυρωμένη ίνα προφυλάσσεται κατά τυχόν επιδρομών εκ μέρους των πειρατών. Τοιαύτη ήτο η παλαιά πόλις της Κιμώλου η κειμένη εις την ΝΔ πλευράν της νήσου, ήτις κατεστράφη και εβυθίσθη εις παλαιάν εποχήν. Επίσης τοιαύτη πόλις ήτο η Φιλακωπή, εν τη έναντι γείτονι νήσω Μήλω και άλλαι.

Εις την υψηλοτέραν κορυφήν του όρους Παληοκάστρου, ήτις εξικνείται εις ύψος 398 μέτρων ήτο οικοδομημένον κατά την αρχαιότητα μικρόν χωρίον το οποίον σήμερον καλείται Παληόκαστρο. Εκ της μιας πλευράς (της νοτίου), ο βράχος κομμένος καθέτως, εμποδίζει πάσαν άνοδον επί της κορυφής εκ της πλευράς ταύτης. Εκ της Βορείας πλευράς το έδαφος ον απόκρημνον και αποτόμως κεκλιμένον, δεν επιτρέπει την επί του φρουρίου άνοδον. Αι ανατολικαί και δυτικαί κλιτείς του βράχου περιεβάλλοντο από υψηλά τείχη των οποίων το ύψος εποίκιλλεν αναλόγως του σχήματισμού του εδάφους, το πλάτος δε των τειχών ήτο 1 μ. 20 εκ.

Εκ του τείχους τούτου σώζονται σήμερον κτίσματα τινά εις ερειπώδη κατάστασιν και δή επί της βορείου και δυτικής πλευράς. Εκ της τελευταίας, ταύτης ήτο η κύρια είσοδος η καλουμένη σήμερον υπό των κατοίκων << Πορτάρα>>.



Το οχυρωματικόν τείχος της δυτικής πλευράς έχει οικοδομηθή με μεγάλους λίθους τετραγωνισμένους καλώς πελεκημένους και τοποθετημένους εις οριζοντίους γραμμάς κανονικάς, επιμελώς συγκεκομμένους.

Εκ της κυρίας ταύτης εισόδου, ηνοίγετο εις δρομίσκος όστις ωδήγει εις την κορυφήν του λόφου, όπου ως φαίνεται είχεν οικοδομηθή στρογγυλόν κτίσμα όπερ εδέσποζε του χωρίου, τούτο καταφαίνεται εκ των ερειπίων των θεμελίων και από τα σωζόμενα μέχρι σήμερον εκεί υπολείμματα των οικοδομών άτινα είναι σημαντικά, επίσης μεγάλος αριθμός πετρών και ογκολίθων καλώς πελεκημένων οίτινες κατάκεινται επί του εδάφους, ως και μία σειρά του τείχους ήτις είναι κατεσκευασμένη από ογκολίθους και ήτις ευρίσκεται εις κατάστασιν ερειπώδη, δεικνύουσιν ότι αι οικοδομαί αύται συνεπλήρουν το αμυντικόν συγκρότημα του εν λόγω χωρίου ( Henri Hauttecoeur, << Η νήσος Κίμωλος>>, 1901, Βρυξέλλαι).

Σωροί πετρών επί του εδάφους δεικνύουσιν τους τοίχους των οικιών του χωρίου τούτου.

Δυστυχώς τα οικοδομήματα ταύτα από ημέρας εις ημέραν εξαφανίζονται από τους ιδιοκτήτας των γειτονικών αγρών οίτινες χρησιμοποιούσι το υλικόν τούτο διά να περιφράξωσι του αγρούς των.

Ο σωρός των ερειπίων ον συναντά τις εκεί επί της κορυφής του λόφου, ως και το τείχος όπερ περιέβαλλε το εν λόγω χωρίον, ανάγονται κατά τον Ρος εις τον Μεσαίωνα (βλ. Ross Reisen auf den Griech Lusein τ. 3). Προσωπικώς φρονώ ότι ταύτα ανάγονται εις πολύ αρχαίαν εποχήν.

Είχον επιχειρήσει κατά Ιούλιον του έτους 1936 μίαν εκδρομήν εις Παληόκαστρον και είχον ωθήσει τα βήματά μου μέχρι της κορυφής του λόφου. Εκεί ευρισκόμενος παρετήρησα επί του εδάφους ένα αρκετά μεγάλον αριθμόν θραυσμάτων πηλίνων αρχαίων αγγείων, ων τινά έφερον διακοσμήσεις χρωματιστάς. Συνέλεξα μέρος τούτων και παρετήρησα ότι ο επ' αυτών διάκοσμος ως και τα σχέδια δεν διέφερον σχεδόν από εκείνα άτινα βλέπει τις επί των θραυσμάτων άτινα συναντώνται εις θέσιν Ελληνικά της Κιμώλου, πλην τα σχήματα των θραυσμένων τούτων μοί έδιδον την εντύπωσιν ότι απετέλουν τμήματα αγγείων ων η χρήσις ήτο μάλλον οικιακή ως π.χ. τύπος Κανθάρου, Κυάθου, Σκύφου, Κόθωνος και ων τα πλείστα είχον πλασθή με λευκάζοντα πηλόν. Απέστειλα μέρος των θραυσμάτων τούτων εις το Μουσείον Μυκόνου εν έτει 1937 και παρακάλεσα τον κατ' εκείνην την εποχήν Διευθυντήν του Μουσείου τούτου κ. Χρ. Καρούζον να μοί δώση, ει δυνατόν, τας χρονολογίας των εν λόγω θραυσμάτων.

Πράγματι, ο Διευθυντής του Μουσείου τούτου, δι ' επιστολής του μοί καθώριζεν ότι τα εν λόγω θραύσματα ανάγονται εις την Γεωμετρικήν εποχήν και αρχαικήν, ήτοι μεταξύ των 8 και 6 αιώνος π.Χ.

Όπως πιστοποιείται εκ των θραυσμάτων τούτων ότι ο πολιτισμός όστις είχεν αναπτυχθή και ακμάσει επί της τοποθεσίας ταύτης ανάγεται εις εποχήν λίαν απομεμακρυσμένην της σημερινής και συνεπώς τα τείχη πιθανώς ως και τα οικοδομήματα άτινα εις ερείπια κατάκεινται επί της γης δεν ανήκουν εις τον Μεσαίωνα αλλ' εις την αρχαιότητα.>>

Πηγή: << Περί του προϊστορικού πολιτισμού των Κυκλάδων νήσων η νήσος Κίμωλος παρά Χαρίδημου Γ. Μουστάκα Δικηγόρου>>.

Αν θεωρείτε πως με το μυστηριώδες βουνό του Παληόκαστρου έχουμε τελειώσει κάνετε λάθος! Κάντε υπομονή μέχρι την επόμενη ανάρτησή μας, στην οποία θα αναφέρουμε ακόμα ένα καλά κρυμμένο μυστικό του όρους!