Λόγω των ημερών θεωρήσαμε καλό να σας παραθέσουμε, στην τελευταία μας ανάρτηση για το 2013, μια ιστορία η οποία αναγράφεται στα " Κιμωλιακά,( τόμος Β' )" και αναφέρεται σε ένα έθιμο που συνήθιζαν να κάνουν οι πρόγονοί μας την παραμονή των Χριστουγέννων.
Η κερά Κατερίνα η Χριστοδουλίνα, μιά απ' τις κόρες του Γιαννάκη του Χωροεπισκόπου, νοικοκυρά ξεχωριστή, μόλις σκοτείνιασε του Χριστού την παραμονή είπε στους γυιούς της τον Αγγελέτο, τον Κωσταντή, το Γιάννη και τον Αντώνη, να πάνε στη θεμωνιά, πέρα στον αη Μάμα, το Χριστόψωμο για τα βούδια. Είχε δα ετοιμάσει καλοζυμωμένα με τη ζαφορά τους, όπως συνηθίζεται στην Κίμωλο, ένα του Χριστού, ένα του σπιτιού και ένα για τα ζώα.
- Να πάμε και μεις, Μάνα; είπαν οι δυό της κόρες η Γαρουφαλιά και η Χαρίκλεια.
-Κάτσετ' επαδά πού κάθεστε θυγατέρες, γιατί έχομε πολλές δουλειές να κάνωμε απόψε και θέμε να πάμε και στο Χριστό, στο Κάστρο και , γυρίζοντας στον μεγάλο. Θωρείς, γυιέ μου Αγγελέτο, να βάλης στη μαζιαούρα (φατνί) το Χριστόψωμο, να το κάνης κομματάκια και να το ανακατέψης με τ' άχερα. Μα κύτταξε να φύης <<ντελόγγου>>, γιατί άμα κάτσης στην μάντρα κι <<αυκριστείς>> θα βουβαθής.
-Μα ιντάναι, Μάνα, αυτά που μου λές;
-Ετσαδά που σου λέω να κάμης, γιατί, γυιέ μου, το βράδυ του Χριστού τα ζώα, άμα φάνε το σταυρό απ' το Χριστόψωμο, μιλούνε. Και όποιος ακούει τη μιλιά εκείνη βουβαίνεται. Κύτταξε, μονάχος εσύ να μπής στη μάντρα, ο Κωσταντής με το Γιάννη και τον Αντώνη να περιμένουν απόξω.
Τα παιδιά ξεκίνησαν να κάνουν το θέλημα της Μάνας κι η κερά Χριστοδουλίνα, αφού έρριξε μπόλικο φαί στις κόττες, γιατί είχε ακούσει απ΄τη Μάνα της πως, σαν αύριο, που περνά ο Χριστός, ρωτά τα ζωντανά αν είν' ευχαριστημένα, γύρισε μέσα και άναψε φωτιά στην <<παροστριά>>, <<για να μη κατέβγουνε κατ' απ' το φλάρο οι καλλικατζιάροι>>.
Στην παγερή Δεκεμβριανή νύχτα της Παραμονής με τη γλυκειά αστροφεγγιά, ο Κωσταντής με το Γιάννη και τον Αντώνη επερίμεναν έξ' απ' την μάντρα ώσπου να κόψη το Χριστόψωμο ο Αγγελέτος και να το βάλη στο φατνί, να το ανακατέψει με τ' άχερα. Κι όταν ο μεγάλος βγήκε γρήγορα, στάθηκαν κι οι τέσσερις αμίλητοι κι αφιγκραζόντουσαν... Κι οι θόρυβοι πούκανε το αεράκι στη μεγάλη ξυλοκερατιά, το τρίξιμο της στέγης και του παραθυρόφυλλου τους φάνηκε σα μακρυνή μιλιά των ζωντανών...
Απόψε ήταν μεγάλη βραδυά για τα βούδια. Είχαν συντροφέψει το Χριστό στη Γέννα Του. Τον είχαν ζεστάνει με την ανάσα τους. Σαν απόψε Του είχαν δανείσει το φατνί τους για λίκνο και... σιγοψυθίριζαν τις αναμνήσεις αυτές που... από μάνα σε παιδί μεταδίδοντα σ' όλες τις γενεές των ζωντανών.
Την συνήθεια του ταίσματος των βουδιών με Χριστόψωμο τη βραδυά της Παραμονής, μετέφεραν και στην Κίμωλο οι Σιφνιοί μαζί με την εικόνα της <<Παναγίας>> που έφεραν οι δώδεκα οικογένειες που εγκαταστάθηκαν εκεί. Μόνο που οι Κιμουλιάτες ταγίζουν και τα μικρά ζώα Χριστόψωμο. Όσα τουλάχιστον μνημονεύεται πως παραστάθηκαν στη Γέννησι του Χριστού μας. Και που το Χριστόψωμο του σπιτιού το αφίνουν ως του Αγ. Βασιλείου απάνω στο τραπέζι και το κόβουν την <<Πρωτοχρονιά>> και τη <<Βασιλόπηττα>> των Θεοφανείων.
'Ετσι τα κοινά έθιμα και οι κοινές παραδόσεις δένουν, όσο οι αιώνες περνούν, πιο στενά τα ωραία μας νησιά με την ποιητική ψυχή, με τη θερμή πίστι τη Χριστιανική, με την προσκόλλησι στην ωραία συνήθεια της Λαλάς που λιγώνει την καρδιά από συγκίνησι, κάθε φορά που επαναλαμβάνεται στις μεγάλες γιορτές της Χριστιανωσύνης...
Πόσο οι ξενητεμένοι θυμόμαστε τις ημέρες αυτές τη γλυκειά Πατρίδα, πόσο νοσταλγούμε τα αγιασμένα εκείνα πρόσωπα που μας άφισαν, πολύτιμη παρακαταθήκη, τα ωραία μας έθιμα με την τόσο βαθειά σημασία...
Και δεν μπορούμε, αλλοίμονο! μεσ' στην πολιτεία να ταγίσωμε τα βούδια το Χριστόψωμό τους, πληρώνοντας με την ωραία αυτή ευγνωμοσύνη τη συντροφιά τους στο Χριστό... ούτε ν' ακούσωμε ξεμακραίνοντας τα σιγομιλήματά τους...
Η ομάδα του History of Kimolos σας εύχεται καλές γιορτές με υγεία και ευτυχία!!!
Η κερά Κατερίνα η Χριστοδουλίνα, μιά απ' τις κόρες του Γιαννάκη του Χωροεπισκόπου, νοικοκυρά ξεχωριστή, μόλις σκοτείνιασε του Χριστού την παραμονή είπε στους γυιούς της τον Αγγελέτο, τον Κωσταντή, το Γιάννη και τον Αντώνη, να πάνε στη θεμωνιά, πέρα στον αη Μάμα, το Χριστόψωμο για τα βούδια. Είχε δα ετοιμάσει καλοζυμωμένα με τη ζαφορά τους, όπως συνηθίζεται στην Κίμωλο, ένα του Χριστού, ένα του σπιτιού και ένα για τα ζώα.
- Να πάμε και μεις, Μάνα; είπαν οι δυό της κόρες η Γαρουφαλιά και η Χαρίκλεια.
-Κάτσετ' επαδά πού κάθεστε θυγατέρες, γιατί έχομε πολλές δουλειές να κάνωμε απόψε και θέμε να πάμε και στο Χριστό, στο Κάστρο και , γυρίζοντας στον μεγάλο. Θωρείς, γυιέ μου Αγγελέτο, να βάλης στη μαζιαούρα (φατνί) το Χριστόψωμο, να το κάνης κομματάκια και να το ανακατέψης με τ' άχερα. Μα κύτταξε να φύης <<ντελόγγου>>, γιατί άμα κάτσης στην μάντρα κι <<αυκριστείς>> θα βουβαθής.
-Μα ιντάναι, Μάνα, αυτά που μου λές;
-Ετσαδά που σου λέω να κάμης, γιατί, γυιέ μου, το βράδυ του Χριστού τα ζώα, άμα φάνε το σταυρό απ' το Χριστόψωμο, μιλούνε. Και όποιος ακούει τη μιλιά εκείνη βουβαίνεται. Κύτταξε, μονάχος εσύ να μπής στη μάντρα, ο Κωσταντής με το Γιάννη και τον Αντώνη να περιμένουν απόξω.
Τα παιδιά ξεκίνησαν να κάνουν το θέλημα της Μάνας κι η κερά Χριστοδουλίνα, αφού έρριξε μπόλικο φαί στις κόττες, γιατί είχε ακούσει απ΄τη Μάνα της πως, σαν αύριο, που περνά ο Χριστός, ρωτά τα ζωντανά αν είν' ευχαριστημένα, γύρισε μέσα και άναψε φωτιά στην <<παροστριά>>, <<για να μη κατέβγουνε κατ' απ' το φλάρο οι καλλικατζιάροι>>.
Στην παγερή Δεκεμβριανή νύχτα της Παραμονής με τη γλυκειά αστροφεγγιά, ο Κωσταντής με το Γιάννη και τον Αντώνη επερίμεναν έξ' απ' την μάντρα ώσπου να κόψη το Χριστόψωμο ο Αγγελέτος και να το βάλη στο φατνί, να το ανακατέψει με τ' άχερα. Κι όταν ο μεγάλος βγήκε γρήγορα, στάθηκαν κι οι τέσσερις αμίλητοι κι αφιγκραζόντουσαν... Κι οι θόρυβοι πούκανε το αεράκι στη μεγάλη ξυλοκερατιά, το τρίξιμο της στέγης και του παραθυρόφυλλου τους φάνηκε σα μακρυνή μιλιά των ζωντανών...
Απόψε ήταν μεγάλη βραδυά για τα βούδια. Είχαν συντροφέψει το Χριστό στη Γέννα Του. Τον είχαν ζεστάνει με την ανάσα τους. Σαν απόψε Του είχαν δανείσει το φατνί τους για λίκνο και... σιγοψυθίριζαν τις αναμνήσεις αυτές που... από μάνα σε παιδί μεταδίδοντα σ' όλες τις γενεές των ζωντανών.
Την συνήθεια του ταίσματος των βουδιών με Χριστόψωμο τη βραδυά της Παραμονής, μετέφεραν και στην Κίμωλο οι Σιφνιοί μαζί με την εικόνα της <<Παναγίας>> που έφεραν οι δώδεκα οικογένειες που εγκαταστάθηκαν εκεί. Μόνο που οι Κιμουλιάτες ταγίζουν και τα μικρά ζώα Χριστόψωμο. Όσα τουλάχιστον μνημονεύεται πως παραστάθηκαν στη Γέννησι του Χριστού μας. Και που το Χριστόψωμο του σπιτιού το αφίνουν ως του Αγ. Βασιλείου απάνω στο τραπέζι και το κόβουν την <<Πρωτοχρονιά>> και τη <<Βασιλόπηττα>> των Θεοφανείων.
'Ετσι τα κοινά έθιμα και οι κοινές παραδόσεις δένουν, όσο οι αιώνες περνούν, πιο στενά τα ωραία μας νησιά με την ποιητική ψυχή, με τη θερμή πίστι τη Χριστιανική, με την προσκόλλησι στην ωραία συνήθεια της Λαλάς που λιγώνει την καρδιά από συγκίνησι, κάθε φορά που επαναλαμβάνεται στις μεγάλες γιορτές της Χριστιανωσύνης...
Πόσο οι ξενητεμένοι θυμόμαστε τις ημέρες αυτές τη γλυκειά Πατρίδα, πόσο νοσταλγούμε τα αγιασμένα εκείνα πρόσωπα που μας άφισαν, πολύτιμη παρακαταθήκη, τα ωραία μας έθιμα με την τόσο βαθειά σημασία...
Και δεν μπορούμε, αλλοίμονο! μεσ' στην πολιτεία να ταγίσωμε τα βούδια το Χριστόψωμό τους, πληρώνοντας με την ωραία αυτή ευγνωμοσύνη τη συντροφιά τους στο Χριστό... ούτε ν' ακούσωμε ξεμακραίνοντας τα σιγομιλήματά τους...
Η ομάδα του History of Kimolos σας εύχεται καλές γιορτές με υγεία και ευτυχία!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου