Τα κείμενα που ακολουθούν μας είχαν σταλεί σε μορφή σχολίου από αναγνώστη της ιστοσελίδας και εμείς τα δημοσιεύσαμε, ώστε να γίνουν γνωστά και σε εσάς, καθώς αποτελούν σημαντικές ιστορικές πληροφορίες για τον τόπο μας. Θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε πολύ για την στήριξή σας και για το κουράγιο που μας δίνετε ώστε να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας. Θέλουμε να σας τονίσουμε πως παρά το γεγονός ότι εμείς έχουμε κρατήσει την ανωνυμία μας, ο καθένας από εσάς μπορεί να κάνει επώνυμα σχόλια, αν το επιθυμεί, και εμείς θα κρατήσουμε την επωνυμία του και στην δημοσίευση του σχολίου.
ΤΡΑΧΕΙΤΗΣ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΥΛΟΠΕΤΡΕΣ
Έχω την εντύπωση πως παραμένει ελάχιστο γνωστό ακόμα και για αυτούς που διατηρούν άμεση σχέση με την Μήλο και την Κίμωλο ότι στον ορυκτό πλούτο του τριγώνου Μήλου, Κιμώλου και Πολυαίγου περιλαμβάνεται και ο τραχείτης. Απ’ αυτό το εξαιρετικής σκληρότητας ηφαιστειογενές υλικό κατασκευαζόντουσαν οι μυλόπετρες υδρόμυλων, ανεμόμυλων και ελαιοτριβείων που εξασφάλιζαν τη διατροφική επιβίωση για εκατομμύρια ανθρώπους επί αιώνες.
Από πληροφορίες που υπάρχουν στο διαδίκτυο κι όχι μόνο, γνωρίζουμε πως η ποιότητα του τραχείτη του συγκεκριμένου νησιωτικού συμπλέγματος ήταν εξαιρετική, υπερτερούσε άλλων αντίστοιχων υλικών γι’ αυτό και ‘’έπιανε’’ καλύτερες τιμές και αποτελούσε προϊόν εξαγωγής σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο: Πελοπόννησο, Στερεά, Μακεδονία, φτάνοντας μέχρι και τους σιτοβολώνες της Μαύρης Θάλασσας.
Περισσότερες πληροφορίες μπορεί να βρει κανείς στα βιβλία των:
Νίκος Μπελαβίλας λέκτορας του Μετσόβειου Πολυτεχνείου ‘’Ορυχεία στο Αιγαίο. Βιομηχανική αρχαιολογία στην Ελλάδα’’ (η σχετική παραπομπή υπάρχει και στο διαδίκτυο)
Μαργαρίτα Βρεττού Σούλη ‘’ Η μυλόπετρα της Μήλου από την εξόρυξη στην εμπορική διακίνηση’’. Έχω την εντύπωση πως η συγγραφέας είναι εκπαιδευτικός και διδάκτωρ του πανεπιστημίου Αθηνών.
Για την Κίμωλο γνωρίζουμε πως για κάποιο διάστημα γινόταν εξόρυξη στην Πολύαιγο όπου παραμένουν τα ίχνη της εξορυκτικής δραστηριότητας. Βλέπε (Πολύαιγος ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)
Επειδή η εξόρυξη ήταν συνήθως επιφανειακή οι εξορυκτικές ζώνες ονομαζόντουσαν ‘’πετροκοπιές’’ (Μπελαβίλας). Από τον ίδιο πληροφορούμαστε ότι η σχετική δραστηριότητα άκμαζε από την περίοδο της ενετοκρατίας μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα τουλάχιστον, και στις σχετικές εργασίες εξαγωγής και επεξεργασίας δουλεύανε πολλοί κιμουλιάτες προφανώς λόγω συνάφειας και εμπειρίας με το σχετικό αντικείμενο.
Η εξόρυξη και επεξεργασία του τραχείτη μας δίνει την ανεκτίμητη πληροφορία πως η ‘’πράσινη ανάπτυξη’’ ήταν όχι μόνο γνωστή και διαδεδομένη στα νησιά μας αιώνες πριν αλλά κυριολεκτικά πηγή ζωής. Αρκεί να σκεφτούμε πως οι γραφικοί πλέον ανεμόμυλοι χρησιμοποιούσαν συνδυασμένες γνώσεις, εξόρυξης και επεξεργασίας, προσανατολισμού για την εκμετάλλευση των εποχικών ανέμων (μελτέμια), κατασκευής (ιδιαίτερα των ιστίων) και βέβαια καλής λειτουργίας.
Η κιμουλιάτικη παροιμία ‘’εμπονατσάρισε ο βοριάς κι οι μυλωνάδες κλαίνε’’ που καταγγέλλει τη δύναμη της αδράνειας απέναντι στη δημιουργία και τη δράση νομίζω πως είναι χαρακτηριστική.
Διατηρώ την εντύπωση πως και οι παραδοσιακές γούρνες που υπήρχαν διάσπαρτες σε όλο το νησί δίπλα στα πηγάδια για να ποτίζονται τα ζωντανά των ανθρώπων που εξασκούσαν αγροτικές εργασίες ήταν από τραχείτη. Από αφηγήσεις ανθρώπων που είχανε ζήσει στην Κίμωλο γνωρίζω την αίσθηση που είχε προκαλέσει το γεγονός, πως αυτές οι ασήκωτες ποτίστρες είχανε φτάσει κάποτε μέχρι τη θάλασσα παρασυρμένες από το νερό κατά τη διάρκεια κάποιων ισχυρών θεομηνιών.
<< ΚΙΜΩΛΙΑ ΓΗ >>ΚΑΙ ΚΙΜΩΛΙΑ
γράφει ο Βασίλης Μέλφος, Λέκτορας στο Τμήμα Γεωλογίας, Α.Π.Θ.
Η «κιμωλία γη» οφείλει το όνομά της στη νήσο Κίμωλο από όπου εξορυσσόταν κατά την αρχαιότητα και μέχρι τον 19ο αιώνα. Η φυσική αυτή πρώτη ύλη καθόρισε σημαντικά την ιστορία του νησιού που κυκλοφόρησε δικό της νόμισμα τον 3ο π.Χ. αιώνα.
Αναφέρεται από τον Θεόφραστο στο Περί λίθων1 τον 4ο αι. π.Χ. ως ένα φυσικό χώμα (αυτοφυής) με σημαντική χρησιμότητα (χρήσιμον). Ο Θεόφραστος όμως δε δίνει λεπτομέρειες ούτε για τις ιδιότητες ούτε για τις χρήσεις του. Το ίδιο και ο Στράβωνας στα Γεωγραφικά2 (1ος αι. π.Χ.), όπου αναφέρει την Κίμωλο ως ένα από τα νησιά του Αιγαίου, γνωστή για την «κιμωλία γη».
Σημαντική αναφορά υπάρχει από τον Πλίνιο στο Naturalis Historiae3 (1ος αι. μ.Χ.), ο οποίος με βάση το χρώμα περιγράφει δύο τύπους «κιμωλίας γης» (Cimoliae): τη λευκή και αυτή που έχει ιώδη χροιά. Και οι δύο τύποι αποτελούσαν, σύμφωνα με τον Πλίνιο, σημαντικές πρώτες ύλες στην παρασκευή φαρμάκων για ασθένειες όπως οι όγκοι, τα οιδήματα και οι φλεγμονές στους αδένες, καθώς και τα πρηξίματα. Μία ακόμη εφαρμογή της «κιμωλίας γης» που αναφέρει ο Πλίνιος αφορά στην υφαντουργία, δηλαδή στην κατασκευή ενδυμάτων (vestibus), και συγκεκριμένα στη λεύκανση των μάλλινων νημάτων. Η χρήση αυτή πιθανώς να χρονολογείται από τη Μινωική Εποχή, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Η «κιμωλία γη» χρησιμοποιήθηκε και ως απορρυπαντικό (σαπούνι), από την αρχαιότητα (Αριστοφάνης4, 5ος αι. π.Χ.) έως και τον 19ο αιώνα και αναφέρεται από τους περιηγητές5,6.
Η νήσος Κίμωλος βρίσκεται κατά μήκος του «Ηφαιστειακού Τόξου του Νοτίου Αιγαίου» και αποτελείται από έντονα εξαλλοιωμένα ηφαιστειακά και ηφαιστειοϊζηματογενή πετρώματα. Τα τελευταία ονομάζονται και τόφφοι. Με βάση τις περιγραφές και τις φυσικές της ιδιότητες, η «κιμωλία γη» είναι ένα αργιλικό υλικό που προέρχεται από την έντονη υδροθερμική εξαλλοίωση των ηφαιστειακών πετρωμάτων. Ορυκτολογικά αποτελείται κυρίως από καολινίτη [Al2Si2O5(OH)4], ένα ορυκτό με σημαντική εξάπλωση σε όλη την Κίμωλο. Ο καολινίτης έχει χρώμα λευκό, λιπαρή υφή και πολύ μικρή σκληρότητα με αποτέλεσμα να είναι εύθρυπτος σαν πούδρα.
Από άποψη ορυκτολογικής και χημικής σύστασης η «κιμωλία γη» δεν έχει καμία σχέση με την γνωστή κιμωλία που χρησιμοποιούμε στους μαυροπίνακες. Η κιμωλία αυτή αποτελείται από ένα είδος ασβεστόλιθου που ονομάζεται κρητίδα [CaCO3]. Πρόκειται για ένα λευκό, πορώδες, μαλακό, σχετικά εύθρυπτο πέτρωμα, θαλάσσιας προέλευσης που σχηματίστηκε από τη συσσώρευση ασβεστιτικών κελυφών από μικρο-οργανισμούς. Περισσότερο διαδεδομένες είναι οι μεγάλου πάχους αποθέσεις κρητίδας στη ΒΑ Ευρώπη.
Η σύγχυση σε ότι αφορά την ονομασία των δύο αυτών πρώτων υλών οφείλεται μάλλον στους Ρωμαίους. Αυτοί ονόμαζαν «κιμωλία» και άλλα λευκά εύθρυπτα πετρώματα που είχαν παρόμοιες ιδιότητες και διαφορετική προέλευση. Έτσι ο Πλίνιος στην αναφορά του για την «κιμωλία γη» περιγράφει με το ίδιο όνομα και άλλα φυσικά χώματα, όπως αυτά από τη Σαρδηνία, τη Θεσσαλία, τη Λυκία, την Umbria της Ιταλίας, καθώς και την κρητίδα (create)7 που πιθανώς το όνομά της να οφείλεται στη νήσο Κρήτη.
Έτσι εξαιτίας της μακροσκοπικής ομοιότητας των εξαλλοιωμένων ηφαιστειακών πετρωμάτων της Κιμώλου («κιμωλία γη») με την κρητίδα (κιμωλία), χρησιμοποιήθηκε το ίδιο όνομα που διατηρήθηκε και μέχρι τις μέρες μας.
Παραπομπές
1.Θεόφραστος, Περί λίθων, 62
2.Στράβων, Γεωγραφικά, Χ, 484
3.Pliny, Naturalis Historiae, XXXV, 195-196
4.Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 710-712
5.Σιμόπουλος Κ. (1991). Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα. Β΄ Τόμος-1700-1800, σελ. 236.
6.Μπελαβιλας Ν και Παπαστεφανάκη Λ. (2009). Ορυχεία στο Αιγαίο. Βιομηχανική αρχαιολογία στο Αιγαίο, σελ. 150
7.Pliny, Naturalis Historiae, XXXV, 196
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗ
Την πληροφορία του Αριστοφάνη για τις ιδιότητες της κιμωλίας γης επιβεβαιώνει κι άλλος ένα σοφός της αρχαιότητας ο Διοσκουρίδης. Ο Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος (40-90 μ.Χ.) όπως διαβάζουμε στη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ήταν σημαντικός γιατρός, φαρμακολόγος και βοτανολόγος από την Ανάζαρβο της Κιλικίας, γνωστός για το πεντάτομο έργο του «Περί ύλης ιατρικής», με τη μεγαλύτερη επιρροή στη φαρμακολογία μέχρι το 1600 μ.Χ.. Υπάρχουν πολλά αντίγραφα του έργου του, ακόμη και του 5ου αιώνα. Θεωρείται ο μεγαλύτερος φαρμακολόγος της αρχαιότητας, η επιστημονική προσφορά του οποίου θεωρείται εφάμιλλη με εκείνη του Θεόφραστου στο περί λίθων.
Η μελέτη που διενήργησε το ινστιτούτο ανόργανης χημείας του πανεπιστημίου του Κιέλου για τις λευκαντικές και καθαριστικές ιδιότητες των γαιών του αρχαίου κόσμου που διεξήγαγαν οι Klaus Beneke και Gerhard Lagaly αν και κινείται σε διαφορετικό επιστημονικό πεδίο ξεκινάει με τον στίχο του Αριστοφάνη που αναφέραμε στην αρχή, και απ’ αυτήν πληροφορούμαστε πως:
Κατά τον Διοσκουρίδη το αναφερόμενο μίγμα που αποτελείται από κιμωλία γη και νίτρο αποτελούσε το καλύτερο σαπούνι για τον καθαρισμό του σώματος εκείνη την εποχή! Μάλιστα στην συγκεκριμένη εργασία που έχει κατατεθεί στα αγγλικά ο αριστοφανικός λουτράρης αποκαλείται όχι … Batman αλλά Bathmann!
Όποιος θέλει να πληροφορηθεί περισσότερα δεν έχει παρά να γράψει στη μηχανή αναζήτησης Google τη λέξη kimolian earth και θα βρει εύκολα το σχετικό αρχείο σε μορφή pdf.
Συμπερασματικά μπορούμε εύκολα ν’ αντιληφθούμε ότι η Κίμωλος και τα προϊόντα της ήταν διαδεδομένα σε κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου, έχουν καταγραφεί και περιγραφεί από τα πλέον έγκυρα ιστορικά πρόσωπα και ότι ο ορυκτός της πλούτος ήταν εκείνος που καθόρισε ανεξίτηλα την ιστορική της διαδρομή από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
ΤΡΑΧΕΙΤΗΣ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΥΛΟΠΕΤΡΕΣ
Έχω την εντύπωση πως παραμένει ελάχιστο γνωστό ακόμα και για αυτούς που διατηρούν άμεση σχέση με την Μήλο και την Κίμωλο ότι στον ορυκτό πλούτο του τριγώνου Μήλου, Κιμώλου και Πολυαίγου περιλαμβάνεται και ο τραχείτης. Απ’ αυτό το εξαιρετικής σκληρότητας ηφαιστειογενές υλικό κατασκευαζόντουσαν οι μυλόπετρες υδρόμυλων, ανεμόμυλων και ελαιοτριβείων που εξασφάλιζαν τη διατροφική επιβίωση για εκατομμύρια ανθρώπους επί αιώνες.
Από πληροφορίες που υπάρχουν στο διαδίκτυο κι όχι μόνο, γνωρίζουμε πως η ποιότητα του τραχείτη του συγκεκριμένου νησιωτικού συμπλέγματος ήταν εξαιρετική, υπερτερούσε άλλων αντίστοιχων υλικών γι’ αυτό και ‘’έπιανε’’ καλύτερες τιμές και αποτελούσε προϊόν εξαγωγής σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο: Πελοπόννησο, Στερεά, Μακεδονία, φτάνοντας μέχρι και τους σιτοβολώνες της Μαύρης Θάλασσας.
Περισσότερες πληροφορίες μπορεί να βρει κανείς στα βιβλία των:
Νίκος Μπελαβίλας λέκτορας του Μετσόβειου Πολυτεχνείου ‘’Ορυχεία στο Αιγαίο. Βιομηχανική αρχαιολογία στην Ελλάδα’’ (η σχετική παραπομπή υπάρχει και στο διαδίκτυο)
Μαργαρίτα Βρεττού Σούλη ‘’ Η μυλόπετρα της Μήλου από την εξόρυξη στην εμπορική διακίνηση’’. Έχω την εντύπωση πως η συγγραφέας είναι εκπαιδευτικός και διδάκτωρ του πανεπιστημίου Αθηνών.
Για την Κίμωλο γνωρίζουμε πως για κάποιο διάστημα γινόταν εξόρυξη στην Πολύαιγο όπου παραμένουν τα ίχνη της εξορυκτικής δραστηριότητας. Βλέπε (Πολύαιγος ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)
Επειδή η εξόρυξη ήταν συνήθως επιφανειακή οι εξορυκτικές ζώνες ονομαζόντουσαν ‘’πετροκοπιές’’ (Μπελαβίλας). Από τον ίδιο πληροφορούμαστε ότι η σχετική δραστηριότητα άκμαζε από την περίοδο της ενετοκρατίας μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα τουλάχιστον, και στις σχετικές εργασίες εξαγωγής και επεξεργασίας δουλεύανε πολλοί κιμουλιάτες προφανώς λόγω συνάφειας και εμπειρίας με το σχετικό αντικείμενο.
Η εξόρυξη και επεξεργασία του τραχείτη μας δίνει την ανεκτίμητη πληροφορία πως η ‘’πράσινη ανάπτυξη’’ ήταν όχι μόνο γνωστή και διαδεδομένη στα νησιά μας αιώνες πριν αλλά κυριολεκτικά πηγή ζωής. Αρκεί να σκεφτούμε πως οι γραφικοί πλέον ανεμόμυλοι χρησιμοποιούσαν συνδυασμένες γνώσεις, εξόρυξης και επεξεργασίας, προσανατολισμού για την εκμετάλλευση των εποχικών ανέμων (μελτέμια), κατασκευής (ιδιαίτερα των ιστίων) και βέβαια καλής λειτουργίας.
Η κιμουλιάτικη παροιμία ‘’εμπονατσάρισε ο βοριάς κι οι μυλωνάδες κλαίνε’’ που καταγγέλλει τη δύναμη της αδράνειας απέναντι στη δημιουργία και τη δράση νομίζω πως είναι χαρακτηριστική.
Διατηρώ την εντύπωση πως και οι παραδοσιακές γούρνες που υπήρχαν διάσπαρτες σε όλο το νησί δίπλα στα πηγάδια για να ποτίζονται τα ζωντανά των ανθρώπων που εξασκούσαν αγροτικές εργασίες ήταν από τραχείτη. Από αφηγήσεις ανθρώπων που είχανε ζήσει στην Κίμωλο γνωρίζω την αίσθηση που είχε προκαλέσει το γεγονός, πως αυτές οι ασήκωτες ποτίστρες είχανε φτάσει κάποτε μέχρι τη θάλασσα παρασυρμένες από το νερό κατά τη διάρκεια κάποιων ισχυρών θεομηνιών.
<< ΚΙΜΩΛΙΑ ΓΗ >>ΚΑΙ ΚΙΜΩΛΙΑ
γράφει ο Βασίλης Μέλφος, Λέκτορας στο Τμήμα Γεωλογίας, Α.Π.Θ.
Η «κιμωλία γη» οφείλει το όνομά της στη νήσο Κίμωλο από όπου εξορυσσόταν κατά την αρχαιότητα και μέχρι τον 19ο αιώνα. Η φυσική αυτή πρώτη ύλη καθόρισε σημαντικά την ιστορία του νησιού που κυκλοφόρησε δικό της νόμισμα τον 3ο π.Χ. αιώνα.
Αναφέρεται από τον Θεόφραστο στο Περί λίθων1 τον 4ο αι. π.Χ. ως ένα φυσικό χώμα (αυτοφυής) με σημαντική χρησιμότητα (χρήσιμον). Ο Θεόφραστος όμως δε δίνει λεπτομέρειες ούτε για τις ιδιότητες ούτε για τις χρήσεις του. Το ίδιο και ο Στράβωνας στα Γεωγραφικά2 (1ος αι. π.Χ.), όπου αναφέρει την Κίμωλο ως ένα από τα νησιά του Αιγαίου, γνωστή για την «κιμωλία γη».
Σημαντική αναφορά υπάρχει από τον Πλίνιο στο Naturalis Historiae3 (1ος αι. μ.Χ.), ο οποίος με βάση το χρώμα περιγράφει δύο τύπους «κιμωλίας γης» (Cimoliae): τη λευκή και αυτή που έχει ιώδη χροιά. Και οι δύο τύποι αποτελούσαν, σύμφωνα με τον Πλίνιο, σημαντικές πρώτες ύλες στην παρασκευή φαρμάκων για ασθένειες όπως οι όγκοι, τα οιδήματα και οι φλεγμονές στους αδένες, καθώς και τα πρηξίματα. Μία ακόμη εφαρμογή της «κιμωλίας γης» που αναφέρει ο Πλίνιος αφορά στην υφαντουργία, δηλαδή στην κατασκευή ενδυμάτων (vestibus), και συγκεκριμένα στη λεύκανση των μάλλινων νημάτων. Η χρήση αυτή πιθανώς να χρονολογείται από τη Μινωική Εποχή, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Η «κιμωλία γη» χρησιμοποιήθηκε και ως απορρυπαντικό (σαπούνι), από την αρχαιότητα (Αριστοφάνης4, 5ος αι. π.Χ.) έως και τον 19ο αιώνα και αναφέρεται από τους περιηγητές5,6.
Η νήσος Κίμωλος βρίσκεται κατά μήκος του «Ηφαιστειακού Τόξου του Νοτίου Αιγαίου» και αποτελείται από έντονα εξαλλοιωμένα ηφαιστειακά και ηφαιστειοϊζηματογενή πετρώματα. Τα τελευταία ονομάζονται και τόφφοι. Με βάση τις περιγραφές και τις φυσικές της ιδιότητες, η «κιμωλία γη» είναι ένα αργιλικό υλικό που προέρχεται από την έντονη υδροθερμική εξαλλοίωση των ηφαιστειακών πετρωμάτων. Ορυκτολογικά αποτελείται κυρίως από καολινίτη [Al2Si2O5(OH)4], ένα ορυκτό με σημαντική εξάπλωση σε όλη την Κίμωλο. Ο καολινίτης έχει χρώμα λευκό, λιπαρή υφή και πολύ μικρή σκληρότητα με αποτέλεσμα να είναι εύθρυπτος σαν πούδρα.
Από άποψη ορυκτολογικής και χημικής σύστασης η «κιμωλία γη» δεν έχει καμία σχέση με την γνωστή κιμωλία που χρησιμοποιούμε στους μαυροπίνακες. Η κιμωλία αυτή αποτελείται από ένα είδος ασβεστόλιθου που ονομάζεται κρητίδα [CaCO3]. Πρόκειται για ένα λευκό, πορώδες, μαλακό, σχετικά εύθρυπτο πέτρωμα, θαλάσσιας προέλευσης που σχηματίστηκε από τη συσσώρευση ασβεστιτικών κελυφών από μικρο-οργανισμούς. Περισσότερο διαδεδομένες είναι οι μεγάλου πάχους αποθέσεις κρητίδας στη ΒΑ Ευρώπη.
Η σύγχυση σε ότι αφορά την ονομασία των δύο αυτών πρώτων υλών οφείλεται μάλλον στους Ρωμαίους. Αυτοί ονόμαζαν «κιμωλία» και άλλα λευκά εύθρυπτα πετρώματα που είχαν παρόμοιες ιδιότητες και διαφορετική προέλευση. Έτσι ο Πλίνιος στην αναφορά του για την «κιμωλία γη» περιγράφει με το ίδιο όνομα και άλλα φυσικά χώματα, όπως αυτά από τη Σαρδηνία, τη Θεσσαλία, τη Λυκία, την Umbria της Ιταλίας, καθώς και την κρητίδα (create)7 που πιθανώς το όνομά της να οφείλεται στη νήσο Κρήτη.
Έτσι εξαιτίας της μακροσκοπικής ομοιότητας των εξαλλοιωμένων ηφαιστειακών πετρωμάτων της Κιμώλου («κιμωλία γη») με την κρητίδα (κιμωλία), χρησιμοποιήθηκε το ίδιο όνομα που διατηρήθηκε και μέχρι τις μέρες μας.
Παραπομπές
1.Θεόφραστος, Περί λίθων, 62
2.Στράβων, Γεωγραφικά, Χ, 484
3.Pliny, Naturalis Historiae, XXXV, 195-196
4.Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 710-712
5.Σιμόπουλος Κ. (1991). Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα. Β΄ Τόμος-1700-1800, σελ. 236.
6.Μπελαβιλας Ν και Παπαστεφανάκη Λ. (2009). Ορυχεία στο Αιγαίο. Βιομηχανική αρχαιολογία στο Αιγαίο, σελ. 150
7.Pliny, Naturalis Historiae, XXXV, 196
Ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΚΑΙ Η ΚΙΜΩΛΙΑ ΓΗ
ΜΙΑ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ
Κλειγένης ὁ μικρός, ὁ πονηρότατος βαλανεὺς ὁπόσοι κρατοῦσι κυκησιτέφρου ψευδολίτρου κονίας καὶ Κιμωλίας γῆς, χρόνον ἐνδιατρίψει·
Να λοιπόν που ακόμα και μια αριστοφανική κωμωδία μπορεί να μας προσφέρει εξαιρετικές πληροφορίες για την ιστορία της Κιμώλου την περίοδο της κλασικής αρχαιότητας όπου τα γραπτά ντοκουμέντα είναι πραγματικά ελάχιστα. Από την κωμωδία Βάτραχοι που γράφτηκε το 405 π.Χ. ένα χρόνο πριν τη λήξη του πελοποννησιακού πολέμου αντλούμε το σχετικό απόσπασμα (στίχος 711) που μας αφηγείται τα εξής χαρακτηριστικά:
<>
Βασικές πληροφορίες που προκύπτουν: Η κιμωλία γη ήταν από τότε κι ακόμα πιο πριν πασίγνωστη στους αθηναίους, την χρησιμοποιούσαν για τον σωματικό τους καθαρισμό και καταλάβαιναν απόλυτα πως η ηφαιστειακή της προέλευση την καθιστούσε ασυναγώνιστη απέναντι στην απλή στάχτη με την οποία τη νόθευαν!
Ιστορική εκτίμηση: Η κιμωλία γη ήταν ένα φουλ εξαγωγικό προϊόν και λειτουργούσε σαν πραγματικό brand name για την ίδια την Κίμωλο. Με τη λήξη του πολέμου και την αναγκαστική καταστροφή του στόλου των Αθηνών (ως ηττημένων της μακρόχρονης αναμέτρησης) που σηματοδοτεί και το τέλος της παντοκρατορίας τους, ανοίγει ο δρόμος για την ανακήρυξη της Κιμώλου ως ανεξάρτητης πόλης κράτους με δικό της νόμισμα τον επόμενο αιώνα (3ος π.Χ.)
Νωρίτερα κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να συμβεί γιατί η Κίμωλος σαν φόρου υποτελής στην Αθήνα ήταν αδύνατο να τα βάλει μαζί της, και η Μήλος που το τόλμησε το πλήρωσε με την καταστροφή της που είχε σαν αποτέλεσμα τον σφαγιασμό και εξανδραποδισμό των κατοίκων της το 415 π.Χ., μόλις δέκα χρόνια πριν από την συγκεκριμένη καταγραφή του Αριστοφάνη.
Παρά την πτώση των Αθηνών ο πλήρης απογαλακτισμός των πρώην (εξ ανάγκης) εταίρων της εξακολουθούσε να μην είναι απλή υπόθεση. Ο λίγο μεταγενέστερος Δημοσθένης (384-323 π.Χ.) διασώζει πως στην εποχή του ίσχυε το ψήφισμα του συγχρόνου του Μοιροκλή «κατὰ τῶν τοὺς ἐμπόρους ἀδικούντων», βάσει του οποίου τιμώρησαν τους Μηλίους με πρόστιμο δέκα ταλάντων, επειδή υποδέχθηκαν πειρατές στο νησί τους.
Η μαρτυρία αυτή φανερώνει ότι το εύρος του ορυκτού πλούτου του συμπλέγματος Μήλου, Κιμώλου, Πολυαίγου ήταν τόσο μεγάλο που πάντα προσέλκυε αυτόκλητους προστάτες όπως Αθηναίους και Σπαρτιάτες που συγκρούστηκαν σκληρά προκειμένου να θέσουν τα συγκεκριμένα νησιά στη σφαίρα επιρροής τους.
ΜΙΑ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ
Κλειγένης ὁ μικρός, ὁ πονηρότατος βαλανεὺς ὁπόσοι κρατοῦσι κυκησιτέφρου ψευδολίτρου κονίας καὶ Κιμωλίας γῆς, χρόνον ἐνδιατρίψει·
Να λοιπόν που ακόμα και μια αριστοφανική κωμωδία μπορεί να μας προσφέρει εξαιρετικές πληροφορίες για την ιστορία της Κιμώλου την περίοδο της κλασικής αρχαιότητας όπου τα γραπτά ντοκουμέντα είναι πραγματικά ελάχιστα. Από την κωμωδία Βάτραχοι που γράφτηκε το 405 π.Χ. ένα χρόνο πριν τη λήξη του πελοποννησιακού πολέμου αντλούμε το σχετικό απόσπασμα (στίχος 711) που μας αφηγείται τα εξής χαρακτηριστικά:
<>
Βασικές πληροφορίες που προκύπτουν: Η κιμωλία γη ήταν από τότε κι ακόμα πιο πριν πασίγνωστη στους αθηναίους, την χρησιμοποιούσαν για τον σωματικό τους καθαρισμό και καταλάβαιναν απόλυτα πως η ηφαιστειακή της προέλευση την καθιστούσε ασυναγώνιστη απέναντι στην απλή στάχτη με την οποία τη νόθευαν!
Ιστορική εκτίμηση: Η κιμωλία γη ήταν ένα φουλ εξαγωγικό προϊόν και λειτουργούσε σαν πραγματικό brand name για την ίδια την Κίμωλο. Με τη λήξη του πολέμου και την αναγκαστική καταστροφή του στόλου των Αθηνών (ως ηττημένων της μακρόχρονης αναμέτρησης) που σηματοδοτεί και το τέλος της παντοκρατορίας τους, ανοίγει ο δρόμος για την ανακήρυξη της Κιμώλου ως ανεξάρτητης πόλης κράτους με δικό της νόμισμα τον επόμενο αιώνα (3ος π.Χ.)
Νωρίτερα κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να συμβεί γιατί η Κίμωλος σαν φόρου υποτελής στην Αθήνα ήταν αδύνατο να τα βάλει μαζί της, και η Μήλος που το τόλμησε το πλήρωσε με την καταστροφή της που είχε σαν αποτέλεσμα τον σφαγιασμό και εξανδραποδισμό των κατοίκων της το 415 π.Χ., μόλις δέκα χρόνια πριν από την συγκεκριμένη καταγραφή του Αριστοφάνη.
Παρά την πτώση των Αθηνών ο πλήρης απογαλακτισμός των πρώην (εξ ανάγκης) εταίρων της εξακολουθούσε να μην είναι απλή υπόθεση. Ο λίγο μεταγενέστερος Δημοσθένης (384-323 π.Χ.) διασώζει πως στην εποχή του ίσχυε το ψήφισμα του συγχρόνου του Μοιροκλή «κατὰ τῶν τοὺς ἐμπόρους ἀδικούντων», βάσει του οποίου τιμώρησαν τους Μηλίους με πρόστιμο δέκα ταλάντων, επειδή υποδέχθηκαν πειρατές στο νησί τους.
Η μαρτυρία αυτή φανερώνει ότι το εύρος του ορυκτού πλούτου του συμπλέγματος Μήλου, Κιμώλου, Πολυαίγου ήταν τόσο μεγάλο που πάντα προσέλκυε αυτόκλητους προστάτες όπως Αθηναίους και Σπαρτιάτες που συγκρούστηκαν σκληρά προκειμένου να θέσουν τα συγκεκριμένα νησιά στη σφαίρα επιρροής τους.
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗ
Την πληροφορία του Αριστοφάνη για τις ιδιότητες της κιμωλίας γης επιβεβαιώνει κι άλλος ένα σοφός της αρχαιότητας ο Διοσκουρίδης. Ο Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος (40-90 μ.Χ.) όπως διαβάζουμε στη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ήταν σημαντικός γιατρός, φαρμακολόγος και βοτανολόγος από την Ανάζαρβο της Κιλικίας, γνωστός για το πεντάτομο έργο του «Περί ύλης ιατρικής», με τη μεγαλύτερη επιρροή στη φαρμακολογία μέχρι το 1600 μ.Χ.. Υπάρχουν πολλά αντίγραφα του έργου του, ακόμη και του 5ου αιώνα. Θεωρείται ο μεγαλύτερος φαρμακολόγος της αρχαιότητας, η επιστημονική προσφορά του οποίου θεωρείται εφάμιλλη με εκείνη του Θεόφραστου στο περί λίθων.
Η μελέτη που διενήργησε το ινστιτούτο ανόργανης χημείας του πανεπιστημίου του Κιέλου για τις λευκαντικές και καθαριστικές ιδιότητες των γαιών του αρχαίου κόσμου που διεξήγαγαν οι Klaus Beneke και Gerhard Lagaly αν και κινείται σε διαφορετικό επιστημονικό πεδίο ξεκινάει με τον στίχο του Αριστοφάνη που αναφέραμε στην αρχή, και απ’ αυτήν πληροφορούμαστε πως:
Κατά τον Διοσκουρίδη το αναφερόμενο μίγμα που αποτελείται από κιμωλία γη και νίτρο αποτελούσε το καλύτερο σαπούνι για τον καθαρισμό του σώματος εκείνη την εποχή! Μάλιστα στην συγκεκριμένη εργασία που έχει κατατεθεί στα αγγλικά ο αριστοφανικός λουτράρης αποκαλείται όχι … Batman αλλά Bathmann!
Όποιος θέλει να πληροφορηθεί περισσότερα δεν έχει παρά να γράψει στη μηχανή αναζήτησης Google τη λέξη kimolian earth και θα βρει εύκολα το σχετικό αρχείο σε μορφή pdf.
Συμπερασματικά μπορούμε εύκολα ν’ αντιληφθούμε ότι η Κίμωλος και τα προϊόντα της ήταν διαδεδομένα σε κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου, έχουν καταγραφεί και περιγραφεί από τα πλέον έγκυρα ιστορικά πρόσωπα και ότι ο ορυκτός της πλούτος ήταν εκείνος που καθόρισε ανεξίτηλα την ιστορική της διαδρομή από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
ΚΙΜΩΛΙΑ ΓΗ
ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Ο δαίμων της τεχνολογίας στάθηκε αφορμή στην τελευταία ανάρτηση να ‘’χαθεί’’ η μετάφραση του αποσπάσματος του Αριστοφάνη από τους Βατράχους που εξηγεί τι ακριβώς γινόταν στα αρχαία δημόσια λουτρά όπου ο καθαρισμός των ανθρώπων γινόταν με το σούπερ σαπούνι της εποχής την κιμωλία γη. Για να γίνει πιο εύκολα κατανοητό το περιεχόμενο του πρωτότυπου αποσπάσματος το παραθέτω εκ νέου συμπληρωμένο από την κατά τεκμήριο ακριβή σημερινή του απόδοση.
Κλειγένης ὁ μικρός, ὁ πονηρότατος βαλανεὺς ὁπόσοι κρατοῦσι κυκησιτέφρου ψευδολίτρου κονίας καὶ Κιμωλίας γῆς, χρόνον ἐνδιατρίψει·
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ο κοντοπίθαρος Κλειγένης, ο παμπόνηρος λουτράρης (υπεύθυνος των δημόσιων λουτρών της αρχαίας Αθήνας) χειρότερος από κάθε άλλον περνούσε τον καιρό τον καιρό του νοθεύοντας την κιμωλία γη με κυκησίτεφρο ψευδόλιτρο κονία, (πιο απλά με σταχτόνερο ή κατά το κοινώς λεγόμενο αλισίβα.)
Η σχετική ανάρτηση συμπληρωνόταν από την αναφορά του Διοσκουρίδη περί Κιμωλίας γης και την πληροφορία ότι για την χρήση της κιμωλίας γης γινόταν ανάμειξη με νίτρο προκειμένου να επιτευχθεί το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα καθαρισμού.
Οδηγός μας σ’ αυτό είναι η ιστοσελίδα του μουσείου τεχνολογίας και κέντρου διάδοσης επιστημών της Θεσσαλονίκης που θα τη βρείτε αν κλικάρετε στη μηχανή αναζήτησης τη λέξη νόησις.
Από κει θα μάθουμε τι ήταν και τι έκαναν τα αρχαία κναφεία. Με απλά λόγια τα υφαντουργεία της αρχαιότητας. Η συνέχεια στο post που ακολουθεί, όπου μέσω της αναφοράς αυτής μπορούμε να πάμε ένα βήμα πιο κάτω παρουσιάζοντας τη σχέση της κιμωλίας γης με την αρχαία ελληνική τεχνολογία και συγκεκριμένα το ρόλο που έπαιζε στην εξέλιξη της νηματουργίας και της κατασκευής υφασμάτων.
ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Ο δαίμων της τεχνολογίας στάθηκε αφορμή στην τελευταία ανάρτηση να ‘’χαθεί’’ η μετάφραση του αποσπάσματος του Αριστοφάνη από τους Βατράχους που εξηγεί τι ακριβώς γινόταν στα αρχαία δημόσια λουτρά όπου ο καθαρισμός των ανθρώπων γινόταν με το σούπερ σαπούνι της εποχής την κιμωλία γη. Για να γίνει πιο εύκολα κατανοητό το περιεχόμενο του πρωτότυπου αποσπάσματος το παραθέτω εκ νέου συμπληρωμένο από την κατά τεκμήριο ακριβή σημερινή του απόδοση.
Κλειγένης ὁ μικρός, ὁ πονηρότατος βαλανεὺς ὁπόσοι κρατοῦσι κυκησιτέφρου ψευδολίτρου κονίας καὶ Κιμωλίας γῆς, χρόνον ἐνδιατρίψει·
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ο κοντοπίθαρος Κλειγένης, ο παμπόνηρος λουτράρης (υπεύθυνος των δημόσιων λουτρών της αρχαίας Αθήνας) χειρότερος από κάθε άλλον περνούσε τον καιρό τον καιρό του νοθεύοντας την κιμωλία γη με κυκησίτεφρο ψευδόλιτρο κονία, (πιο απλά με σταχτόνερο ή κατά το κοινώς λεγόμενο αλισίβα.)
Η σχετική ανάρτηση συμπληρωνόταν από την αναφορά του Διοσκουρίδη περί Κιμωλίας γης και την πληροφορία ότι για την χρήση της κιμωλίας γης γινόταν ανάμειξη με νίτρο προκειμένου να επιτευχθεί το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα καθαρισμού.
Οδηγός μας σ’ αυτό είναι η ιστοσελίδα του μουσείου τεχνολογίας και κέντρου διάδοσης επιστημών της Θεσσαλονίκης που θα τη βρείτε αν κλικάρετε στη μηχανή αναζήτησης τη λέξη νόησις.
Από κει θα μάθουμε τι ήταν και τι έκαναν τα αρχαία κναφεία. Με απλά λόγια τα υφαντουργεία της αρχαιότητας. Η συνέχεια στο post που ακολουθεί, όπου μέσω της αναφοράς αυτής μπορούμε να πάμε ένα βήμα πιο κάτω παρουσιάζοντας τη σχέση της κιμωλίας γης με την αρχαία ελληνική τεχνολογία και συγκεκριμένα το ρόλο που έπαιζε στην εξέλιξη της νηματουργίας και της κατασκευής υφασμάτων.
ΑΡΧΑΙΑ ΚΝΑΦΕΙΑ
Αρχαία Κναφεία βρέθηκαν στην Πομπηία - δύο από τα κτίσματα της πόλης - με διακόσμηση επάνω στους τοίχους σχετική με τα στάδια των εργασιών στους εν λόγω χώρους. Κναφεία βρέθηκαν επίσης στην πόλη των Χορσίων στη Βοιωτία, αλλά και στην Ισθμία της Κορινθίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι από το στάδιο αυτό της όλης υφαντικής δραστηριότητας, απουσιάζει εντελώς η γυναικεία παρουσία, καθώς το τελευταίο αυτό στάδιο του υφαντικού κυκλώματος και στη μυκηναϊκή και στην κλασική εποχή υπήρξε χώρος ανδρικός, αστικός, της αγοράς και των ανταλλαγών.
Χρήση - σχετικές διαδικασίες
Η επεξεργασία του υφάσματος μετά τον αργαλειό ήταν απαραίτητη καθώς το ύφασμα έβγαινε αδρό, αραιοϋφασμένο, όχι αρκετά στερεό, με αποτέλεσμα για να αποκτήσει συνοχή και να γίνει ταυτόχρονα μαλακό και αφράτο να πρέπει να περάσει από δύο στάδια κατεργασίας. Το πρώτο απαιτούσε το ύφασμα να βραχεί για αρκετές ώρες σε νερό περιδινούμενο και το δεύτερο να χτυπηθεί για αρκετές ώρες μέχρι να φουσκώσουν οι ίνες και να αποκτήσουν πάχος και συνοχή.
Στην κλασική Ελλάδα οι εργασίες επεξεργασίας των υφασμάτων ήταν αποχωρισμένες από τον κύριο κορμό των υφαντικών εργασιών οι οποίες γίνονταν στα πλαίσια του οίκου, και πραγματοποιούνταν από άνδρες επαγγελματίες τους κναφείς στα αρχαία κναφεία. Οι κναφείς στην αρχαιότητα και κυρίως στην ελληνιστική περίοδο ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες και τα εργαστήριά τους ήταν κλειστά, μέσα στην πόλη. Για να εξασφαλίσουν το απαραίτητο για τη δουλειά τους νερό, έπρεπε να προβούν σε ειδικές συνεννοήσεις με τις αρχές, ενώ η τέχνη τους είχε να κάνει τόσο με την κατεργασία των καινούργιων υφαντών, όσο και με το πλύσιμο και τη μεταποίηση των παλιών υφασμάτων.
Πολύ κατατοπιστική είναι η σχετική αναφορά του Ιπποκράτη (Ι, 642):
και οι γναφέες τούτο διαπράσσονται. Λακτίζουσι, κόπτουσι, έλκουσι, λυμαινόμενοι ισχυρότερα ποιούσι, κείροντες τα υπερέχοντα και παραπλέκοντες καλλίω ποιέουσι
Σύμφωνα λοιπόν μ' αυτή την περιγραφή λειτουργικά οι εργασίες είναι ανάλογες της σύγχρονης εποχής. Τα υφάσματα βρέχονταν με άφθονο νερό και περιδινούνταν με ένα εργαλείο, πιθανόν σαν μακρύ μπαστούνι, τον στροβέα (Σχολ. Αριστοφάνη, Ιππής, 386). Παράλληλα, χρησιμοποιούνταν διάφορες χημικές ουσίες για την απομάκρυνση των λιπαρών ουσιών, όπως π.χ. το νίτρον ή λίτρον (Πολυδεύκης VII 39, X 135), κυρίως το προερχόμενο από τη Χαλάστρα της Μακεδονίας (λίτρον Χαλαστραίον, Πολυδεύκης VII 39), ή η ΚΙΜΩΛΙΑ ΓΗ, η αργιλώδης γη, με ιδιότητες κατάλληλες για την επεξεργασία των μαλλιών (Στράβων X, 484 και Πλίνιος, Historia Naturalis XXXV 195, 196).
Μετά την απομάκρυνση των λιπαρών ουσιών έστειβον τα υφάσματα, τα πατούσαν δηλαδή μέσα σε μεγάλες γούρνες προφανώς για αρκετή ώρα, ενώ έπειτα τα στέγνωναν σε βέργες που κρέμονταν από την οροφή. Αφού λοιπόν το ύφασμα είχε αποκτήσει το επιθυμητό πάχος, έπρεπε να το βουρτσίσουν ή να το περάσουν μ' ένα εργαλείο με δόντια ή μ' ένα αγκαθωτό αντικείμενο ή ίσως ακόμη και να το κείρουν, να αφαιρέσουν δηλαδή όλες τις τριχούλες που περίσσευαν ώστε να ξεμπλέξουν οι ίνες του μαλλιού και να γίνει μαλακό στην υφή.
Σχόλιο του γράφοντος
Σε αντίθεση με την πληροφορία περί μη γυναικείας παρουσίας στην υφαντουργία την κλασσική εποχή, βρίσκουμε να γίνεται Αριστοφανική αναφορά περί υφαντουργίας στη Λυσιστράτη (στίχοι 730-735) όπου δυο γυναίκες ζητούν άδεια από την ηρωϊδα του έργου να γυρίσουν σπίτι τους προκειμένου να απλώσουν το μαλλί και να χτυπήσουν το λινάρι γεγονός που φανερώνει ότι στην Αθήνα της κλασσικής περιόδου η υφαντική τέχνη ήταν κατά βάση οικιακή απασχόληση που την εξασκούσαν γυναίκες.
Αρχαία Κναφεία βρέθηκαν στην Πομπηία - δύο από τα κτίσματα της πόλης - με διακόσμηση επάνω στους τοίχους σχετική με τα στάδια των εργασιών στους εν λόγω χώρους. Κναφεία βρέθηκαν επίσης στην πόλη των Χορσίων στη Βοιωτία, αλλά και στην Ισθμία της Κορινθίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι από το στάδιο αυτό της όλης υφαντικής δραστηριότητας, απουσιάζει εντελώς η γυναικεία παρουσία, καθώς το τελευταίο αυτό στάδιο του υφαντικού κυκλώματος και στη μυκηναϊκή και στην κλασική εποχή υπήρξε χώρος ανδρικός, αστικός, της αγοράς και των ανταλλαγών.
Χρήση - σχετικές διαδικασίες
Η επεξεργασία του υφάσματος μετά τον αργαλειό ήταν απαραίτητη καθώς το ύφασμα έβγαινε αδρό, αραιοϋφασμένο, όχι αρκετά στερεό, με αποτέλεσμα για να αποκτήσει συνοχή και να γίνει ταυτόχρονα μαλακό και αφράτο να πρέπει να περάσει από δύο στάδια κατεργασίας. Το πρώτο απαιτούσε το ύφασμα να βραχεί για αρκετές ώρες σε νερό περιδινούμενο και το δεύτερο να χτυπηθεί για αρκετές ώρες μέχρι να φουσκώσουν οι ίνες και να αποκτήσουν πάχος και συνοχή.
Στην κλασική Ελλάδα οι εργασίες επεξεργασίας των υφασμάτων ήταν αποχωρισμένες από τον κύριο κορμό των υφαντικών εργασιών οι οποίες γίνονταν στα πλαίσια του οίκου, και πραγματοποιούνταν από άνδρες επαγγελματίες τους κναφείς στα αρχαία κναφεία. Οι κναφείς στην αρχαιότητα και κυρίως στην ελληνιστική περίοδο ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες και τα εργαστήριά τους ήταν κλειστά, μέσα στην πόλη. Για να εξασφαλίσουν το απαραίτητο για τη δουλειά τους νερό, έπρεπε να προβούν σε ειδικές συνεννοήσεις με τις αρχές, ενώ η τέχνη τους είχε να κάνει τόσο με την κατεργασία των καινούργιων υφαντών, όσο και με το πλύσιμο και τη μεταποίηση των παλιών υφασμάτων.
Πολύ κατατοπιστική είναι η σχετική αναφορά του Ιπποκράτη (Ι, 642):
και οι γναφέες τούτο διαπράσσονται. Λακτίζουσι, κόπτουσι, έλκουσι, λυμαινόμενοι ισχυρότερα ποιούσι, κείροντες τα υπερέχοντα και παραπλέκοντες καλλίω ποιέουσι
Σύμφωνα λοιπόν μ' αυτή την περιγραφή λειτουργικά οι εργασίες είναι ανάλογες της σύγχρονης εποχής. Τα υφάσματα βρέχονταν με άφθονο νερό και περιδινούνταν με ένα εργαλείο, πιθανόν σαν μακρύ μπαστούνι, τον στροβέα (Σχολ. Αριστοφάνη, Ιππής, 386). Παράλληλα, χρησιμοποιούνταν διάφορες χημικές ουσίες για την απομάκρυνση των λιπαρών ουσιών, όπως π.χ. το νίτρον ή λίτρον (Πολυδεύκης VII 39, X 135), κυρίως το προερχόμενο από τη Χαλάστρα της Μακεδονίας (λίτρον Χαλαστραίον, Πολυδεύκης VII 39), ή η ΚΙΜΩΛΙΑ ΓΗ, η αργιλώδης γη, με ιδιότητες κατάλληλες για την επεξεργασία των μαλλιών (Στράβων X, 484 και Πλίνιος, Historia Naturalis XXXV 195, 196).
Μετά την απομάκρυνση των λιπαρών ουσιών έστειβον τα υφάσματα, τα πατούσαν δηλαδή μέσα σε μεγάλες γούρνες προφανώς για αρκετή ώρα, ενώ έπειτα τα στέγνωναν σε βέργες που κρέμονταν από την οροφή. Αφού λοιπόν το ύφασμα είχε αποκτήσει το επιθυμητό πάχος, έπρεπε να το βουρτσίσουν ή να το περάσουν μ' ένα εργαλείο με δόντια ή μ' ένα αγκαθωτό αντικείμενο ή ίσως ακόμη και να το κείρουν, να αφαιρέσουν δηλαδή όλες τις τριχούλες που περίσσευαν ώστε να ξεμπλέξουν οι ίνες του μαλλιού και να γίνει μαλακό στην υφή.
Σχόλιο του γράφοντος
Σε αντίθεση με την πληροφορία περί μη γυναικείας παρουσίας στην υφαντουργία την κλασσική εποχή, βρίσκουμε να γίνεται Αριστοφανική αναφορά περί υφαντουργίας στη Λυσιστράτη (στίχοι 730-735) όπου δυο γυναίκες ζητούν άδεια από την ηρωϊδα του έργου να γυρίσουν σπίτι τους προκειμένου να απλώσουν το μαλλί και να χτυπήσουν το λινάρι γεγονός που φανερώνει ότι στην Αθήνα της κλασσικής περιόδου η υφαντική τέχνη ήταν κατά βάση οικιακή απασχόληση που την εξασκούσαν γυναίκες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου