<<Ήπεσα απάνω στη μετακόμιση>>
Είναι αλήθεια πως όλοι οι νησιώτες έχουμε μια ιδιαίτερη ευαισθησία με τη θρησκεία μας. Θέτε το περιβάλλον, η απομόνωση, οι παραδόσεις, οι άγιες μορφές των παλιών παπάδων μας, ο δάσκαλος, η σχολική διαγωγή, ο μοναδικός τρόπος επαφής και κοινωνικότητας, ακόμα και το συναρπαστικό καμπανοκτύπημα, σε προδιαθέτουν να σέβεσαι και ν' αγαπάς τη θρησκεία σου.
Και μάλιστα την Ορθόδοξη Χριστιανική, που είναι απ' τις πιο καλοβαλμένες μέσα στο σύνολο των δογματικών διαφορών.
Μα ποιός νησιώτης θα ξεκινήσει την αυγή για την εργασία του, ή θα περάσει έξω από μια εκκλησία, χωρίς να κάνει κατανυκτικά το σταυρό του;
Παρ' όλα αυτά ένας αγρότης- χωρικός απ' την Κίμωλο δεν πρόφταινε να πατήσει ούτε τις μεγάλες μέρες στην εκκλησιά. Θεοφοβούμενος με το παραπάνω. Αλλά όποιος υπηρετεί σωστά τη γη και βόσκει με μεράκι το ποίμνιό του, δεν του περισσεύει χρόνος για τίποτα. Απ'τον καιρό όμως που παντρεύτηκε, η συμβία του, τον έτρωγε:
<<Έλα μωρέ ν πάμε την Κυριακή στην εκκλησιά. Δεν καταλαβαίνεις πως πρέπει να μας δούνε μια φορά μαζί;>>
Μα δε βαριέσαι! Απ' το ένα αυτί μπαίνανε απ' το άλλο βγαίναμε. Εκείνος ήκανε το χαβά του. Κι αν περίσσευε καμιά Κυριακή, λαχταρούσε να πάει πιο καλά στο ψάρεμα, να ψαρέψει από τη στεριά με το καλαμίδι.
Ώσπου με τα πολλά τον κατάφερε. Την παρακάλεσε να μπούνε απ' την ίδια πόρτα, για να βρει εύκολα να ανάψει κερί, να προσκυνήσει και να σταθεί σε θέση κατάλληλη.
Όταν φτάσανε, εκείνη έκανε να περάσει τη γυναικόπορτα. Αλλά της το ξέκοψε: << Ή μαζί σου ή τίοτα>>!
Έτσι παρουσιάστηκαν και οι δύο μαζί. Ο άντρας την ακολούθησε από κοντά και σταμάτησε από πίσω της. Τού 'γνεφε να πάει απέναντι, αλλά εκείνος τήρησε με πίστη την εντολή:
<<Ους ο θεός συνέζευξε άνθρωπος μη χωριζέτω>>.
Το σπουδαίο ήταν πως η εκκλησιά κράτησε πολλή ώρα! Μεγάλη γιορτή σήμερα. Κυριακή της Ορθοδοξίας! Κάτι πήρε είδηση να ετοιμάζεται, αλλά με τη σκέψη πως είναι ώρα πια να απολύσει - για να καπνίσει- δεν βασάνισε το μυαλό του.
Έλα όμως που σύμφωνα με το τυπικό έπρεπε να γίνει περιφορά και λιτάνευση των θείων εικόνων! Αυτά δεν του τα εξήγησε από την προηγούμενη η γυναίκα του. Είδε λοιπόν τα παπαδάκια που πήρανε στα χέρια τους λάβαρα, εξαπτέρυγα, θυμιατά, λαμπάδες, αντίκρυσε τους μεγάλους που σήκωσαν στην αγκαλιά τις βαριές εικόνες, κοίταξε τον παπά που έσφιγγε τα Ιερά βιβλία στα χέρια του και απόρησε. Ακόμη και η γυναίκα του κρατούσε μια μικρή εικόνα και προχωρούσαν όλοι προς την πόρτα και φεύγανε. Έμεινε σχεδόν ολομόναχος. Άδειασε η εκκλησία. Δεν ήξερε τι συμβαίνει.
Έτσι μέσα στην αμηχανία του, μπήκε στο Ιερό πέτυχε μπροστά του μια κολυμπήθρα, τη σήκωσε με τα δυο του χέρια και ακολούθησε τη λιτάνευση και την περιφορά των εικόνων, σε ανάμνηση βέβαια της αποκατάστασης των εικόνων και της απόδοσης της ορθής λατρείας, από την εποχή της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας του Βυζαντίου.
Στο δρόμο που τον είδε κάποιος γνωστός του έσπευσε να τον αρωτήσει: Γιάντα καμένε κουβαλάς και την κολυμπήθρα;
Και κείνος τότε του εκμυστηρεύτηκε λαχανιασμένος και απογοητευμένος την αμαρτία του:
Μια φορά μωρέ Γιάκουμε, με κατάφερε η γυναίκα να με φέρει στην εκκησία κι <<ήπεσα απάνω στη μετακόμιση>>!
Πηγή: << Κιμωλιακών Παροιμιών το Ανάγνωσμα>>, του Αντωνίου Γ. Τρούλλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου