Ιάκωβος Θεοδούλου CY/1104 - Ενα φωτεινό παράδειγμα για όλους μας και ιδιαίτερα για τους νεότερους
Αποφασίζοντας την εθελοντική του κατάταξη στο Κυπριακό Σύνταγμα για καταπολέμηση του φασισμού έγραψε στον πατέρα του τα ακόλουθα: «Σας αφήνω για να πάω στον πόλεμο σαν εθελοντής. Δεν θέλω να μας φάει ο φασισμός. Φρόντισε τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Ο υιός σας Ιάκωβος». Στο βιβλίο της Άννας Καλογήρου Παύλου που εξεδόθη στην Αθήνα, στον πρόλογο του εκδότη Αντώνη Διαμαντίδη, μεταξύ πολλών άλλων καταλήγει με τα εξής: «Τους ήρωες πρέπει να τους αναγνωρίζουμε και να τους τιμούμε όχι μόνο όταν είναι νεκροί, αλλά και όταν είναι ζωντανοί». Σήμερα ο Ιάκωβος Θεοδούλου δεν βρίσκεται στη ζωή. Ο γράφων γνώρισε από κοντά τον Ιάκωβο Θεοδούλου, ευθύς μετά το τέλος του πολέμου, γιατί περιλαμβανόταν ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη του μητρώου της ίδρυσης της Συνεργατικής Έπαυλης Ονίσιας Δικώμου Λτδ. που ανέλαβαν εθελοντικά το πρωτοποριακό τόλμημα να εφαρμόσουν στην πράξη τις διεθνείς συνεργατικές αρχές της ενότητας, της αλληλοβοήθειας, της αλληλεγγύης, της αυτοβοήθειας, της ισότητας, της αυτοευθύνης στο χώρο των αγροτικών παραγωγικών διαδικασιών που όλες βρίσκονταν στις διακηρύξεις της αντιφασιστικής νίκης. Όλοι οι εθελοντές μέλη της κολλεκτίβας ήσαν μέλη του Λαϊκού Κινήματος και του ΑΚΕΛ. Στα διαλείμματα της δουλειάς και στις ώρες ανάπαυσης, κυρίως τα βράδια, ανάμεσα στα ψυχαγωγικά προγράμματα, τα μορφωτικά και άλλα, είχαμε ευκαιρία για αφηγήσεις, εμπειρίες της εθελοντικής μας προσφοράς στις ένοπλες συμμαχικές δυνάμεις κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Ιάκωβος Θεοδούλου που κατατάχτηκε στο Κυπριακό Σύνταγμα με τον αριθμό CY1104 το Φεβράρη του 1940, επανειλημμένα ανεφέρθη όπως και όλοι μας στις συνθήκες κάτω από τις οποίες πήρε απόφαση για εθελοντική κατάταξη στο Κυπριακό Σύνταγμα και στη συνέχεια την προσφορά του στον εξάχρονο αντιφασιστικό πόλεμο. ’Από τις αφηγήσεις του αξίζει να επισημανθούν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά. Τα νέα του πολέμου διαδίδονταν γρήγορα και έφτασαν και στο μικρό χωριό του, το Λειβάδι της Πάφου. Εκείνη την περίοδο οι χιτλερικές δυνάμεις καταλάμβαναν με κεραυνοβόλες επιθέσεις τη μια μετά την άλλη τις χώρες κυρίως της Ευρώπης. Η Αγγλική αποικιοκρατική Κυβέρνηση πλήρωνε 12 γρόσια την ημέρα για να εκπαιδεύσει εθελοντές, να κάμει μάχιμο στρατό από τις αποικίες, για καταπολέμηση του ναζισμού και του χιτλεροφασισμού. Αυτά τα 12 γρόσια την ημέρα, που για πολλούς φαίνονταν σαν η κότα με τα χρυσά αυγά, όμως για τον Ιάκωβο δεν σήμαιναν τίποτε, γιατί δεν είχε οικονομική ανάγκη. Γι’ αυτόν μετρούσε η λέξη ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ κατά του φασισμού. Στο διάστημα της εκπαίδευσης στα Πολεμίδια, τα παιδιά κάθε 15 μέρες πήγαιναν με άδεια στα σπίτια και στις οικογένειες τους. Όταν ο Κέρνελ Αϊρονς εξήγγειλε Παιδιά ήρθε η ώρα είστε καθόλα έτοιμοι. Πάτε στο μέτωπο. Να είστε περήφανοι, θα πολεμήσετε για την Ευρώπη. Ο Ιάκωβος στο άκουσμα της εξαγγελίας βυθίζεται σε περίπλοκες σκέψεις και συγκινήσεις που του έρχεται έξαψη. Η καρδιά του κτυπά τρελά, τα μάτια του πλαταίνουν και οι χορδές του λαιμού του ξεσπούν με το τραγούδι της Βέμπο Βρε Χίτλερ εις τον πόλεμο βάλε ανθρώπους νέους και άσε τις Γερμανίδες σου δώρο για τους Κυπραίους, γιατί οι Κύπριοι ως τώρα, ποτέ δεν ντροπιάστηκαν, πολλές φορές πολέμησαν και νικητές εβγήκαν.
Μέσα του ένοιωθε να πολεμήσει για την ελευθερία της Ευρώπης και όλου του κόσμου.
Αρχικά τους πήραν στην Αίγυπτο και λίγο αργότερα στη Μάσσα Ματρούχ, που γύρω τους χαλάσματα, πόλεμος, βομβαρδισμοί, τρόμος, και θάνατος. Πρώτο Σχέδιο Στη Μάσσα Ματρούχ μείνανε οι Κύπριοι εθελοντές 4 μήνες. Συνέχεια κεντούσαν την περιοχή με βομβαρδισμούς ιταλικών αεροπλάνων. Το πρώτο βάπτισμα του πυρός του πολέμου αφηγείται ο Ιάκωβος. Ένα βάπτισμα όχι με νερό και μύρο, μα με αίμα και άμμο. Δεν πρόλαβαν ούτε να φοβηθούν. ’Μακριά τα χέρια σου από μένα χάροντα. Είμαι ο Διγενής του Θεόδουλου ’ είπε μέσα του ο Ιάκωβος. Σκάψαν με τα χέρια την άμμο και χώσαν μέσα τους δύο Κύπριους νεκρούς. Τον Γιώργο Κολλητήρι από την Κερύνεια και τον Αντρέα Νικολάου από τον Λάρνακα της Λαπήθου. Να θυμήθηκε άραγε κανένας να είπε: «Ο θεός ας αναπαύσει την ψυχή τους».
Σαν καταλάγιασε η πρώτη αναστάτωση κοσμοχαλασιά, από το συμβάν έγινε δεύτερη σκέψη μέσα του Ιάκωβου Θεοδούλου. Να ακόμα ένας λόγος να προχωρήσουμε. Να διαλύσουμε τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Ο Αντρέας και ο Γιώργος, οι πρώτοι Κύπριοι νεκροί από τους Κύπριους εθελοντές, μας φράσσουν το δρόμο προς τα πίσω. Μπροστά, μόνο Μπροστά και μόνο Μπροστά. Οι Κύπριοι συνήθισαν τους ιταλικούς βομβαρδισμούς και τις προειδοποιήσεις για συναγερμούς, την σκόπιμη παραπλάνηση, που τους έσπαζαν τα νεύρα. Ο Ιάκωβος σηκώθηκε. Γιατί να είμαστε αμυνόμενοι και όχι επιτιθέμενοι. Οργάνωσε και μια αντιπροσωπεία από όσους συμφωνούν να ζητήσουν συνάντηση με τον Στρατηγό. Ο Στρατηγός Γουέϊβελ τους δέχτηκε και τους άκουσε με πολλή σοβαρότητα. Πήρε το λόγο ο Ιάκωβος και ρώτησε, Γιατί να μην κάμουμε εμείς πρώτοι τη δική μας επίθεση. Ζητούμε να γίνει Σχέδιο για δική μας επίθεση", και με μια σοβαρότητα ο Στρατηγός απάντησε Δεν συμφωνώ, αλλά αφού εσείς το ζητάτε θα γίνει. Αύριο κιόλας ο θεός με τα όπλα σας ’. Το ιταλικό στρατόπεδο ήταν 4 μίλια μακριά από το δικό μας. Και η επίθεση έγινε νύκτα και στην ξηρά με τόση ορμή που οι Iταλοί υποχώρησαν αμέσως και χωρίς αντίσταση πέταξαν τα όπλα τους και σε χρόνο μηδέν γίνονται αιχμάλωτοι.
Στην Ελλάδα Ο Ιάκωβος Θεοδούλου, μαζί με όλο το Κυπριακό Σύνταγμα με τη γλύκα της νίκης μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Άλλοτε είχε ακούσει τη λέξη κατενθουσιασμένος. Μα ποτέ δεν υποψιαζόταν πως μπορούσε να κλείσει μέσα της τέτοιο περιεχόμενο. Πώς μπόρεσε μ’ ένα τίναγμα του σκουφιού στον αέρα, να πάρει υπερδύναμη και κραυγή για τη νίκη. Οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις κάμνουν την εμφάνιση τους στην Ελλάδα. Όμως για άγνωστους πολιτικούς λόγους τηρούσαν συνεχή παθητική στάση, αναδιπλώνονταν και στο τέλος εγκατέλειπαν τη χώρα χωρίς να δώσουν καμιά ουσιαστική μάχη. Ο Στρατηγός κρατάει τρεις χιλιάδες στρατό πίσω, για να κρατήσουν άμυνα όσο να προλάβουν οι άλλοι να φτάσουν στον Πειραιά όπου τους περίμεναν τα πλοία. Ανάμεσα τους και η μοίρα του Ιάκωβου Θεοδούλου από το Λειβάδι της Πάφου. Να σημειωθεί ότι οι τρεις χιλιάδες ήσαν βασικά Κύπριοι, από τους οποίους κάπου 2.500 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Μόλις έμαθε ο υπεύθυνος Στρατηγός πως μπήκαν τα γερμανικά στρατεύματα στην Καλαμάτα όπου βρίσκονταν σχεδόν 60.000 τους παρέδωσε αιχμαλώτους στους Γερμανούς τους οποίους φόρτωσαν στα τρένα για τα Γερμανικά φασιστικά στρατόπεδα. Μια ώρα μετά τα μεσάνυκτα 28 του Απρίλη 1941, ο Ιάκωβος παίρνει την τολμηρή απόφαση της δραπέτευσης και ρίχνει το κορμί του έξω από το παράθυρο του βαγονιού. Ένα κορμί κουλουριασμένο κατρακυλά στην πλαγιά και όταν κατορθώνει να αρπάξει ένα θάμνο αρχίζει να ερευνά τις δυνάμεις του. Αφού διαπίστωσε πως τα πόδια και τα χέρια του λειτουργούν, τα κοστόματα και τα γδαρσίματα θα περάσουν, άρχισε το γολγοθά της παράνομης κάλυψης, με πρώτο, την εξασφάλιση πολιτικής στολής και καταστροφής των στρατιωτικών.
(Με τρόπο που δεν περιλαμβάνεται στην αφήγηση κάποια στιγμή φτάνει στην Κίμωλο πιθανόν αναζητώντας τρόπο διαφυγής προς τη Μέση Ανατολή.) Ύστερα από πολύωρη περιπετειώδη πορεία, τον βοήθησε κάποιος αγρότης στον οποίο ανέφερε το πρόβλημά του. Τον βοήθησε, τον φιλοξένησε, του πρόσφερε διαμονή και προστασία. Στην Κίμωλο όπου κατέληξε ο Ιάκωβος, μέρα με τη μέρα ένοιωθε την ανάσα των κατοίκων του νησιού να τον αγκαλιάζει προστατευτικά. Ξεθάρρεψε, έκαμε φίλους, γνωριμίες, περνούσε ο καιρός. Η οικογένεια του Παπαγιώργη μπήκε στη ζωή του Ιάκωβου Θεοδούλου. Και όταν ένοιωσε ασφάλεια και στη σκιά της προστασίας του Παπαγιώργη, στο νου του άρχισε να στριφογυρίζει το ύστερα και το τώρα. Το παράτολμο σχέδιο Μια μέρα ένας πολύ καλός φίλος ο Γιώργης, σ’ ένα γλέντι πήρε πιο πολύ αλκοόλ από ότι σήκωνε το πετσί και η πείνα του και άρχισε να λέει τρελά πράματα που ανάμεσα στ’ άλλα του πρότεινε να στείλει το μικρό του αδελφό, τον Μιχαλόπουλο. (Η πιθανή δυσκολία ταυτοποίησης των ονομάτων που αναφέρονται στην εξιστόρηση, μπορεί να οφείλεται στα χρόνια που πέρασαν μέχρι την αποτύπωση της ιστορίας και το γεγονός ότι ο ήρωας της ιστορίας δεν ήταν από το νησί για να γνωρίζει επακριβώς πρόσωπα και πράγματα) να τον μεταφέρει με τη βάρκα του στην Πολύαιγο, το μικρό νησάκι απέναντι και θα ερχόταν ύστερα να τον πάρει στην Κρήτη χωρίς κανένα κίνδυνο. Ο Ιάκωβος δεν άντεχε άλλο τούτη τη ζωή, τη σιωπηλή υποταγή, τη συνεχή έγνοια για τη ζωή του. Σε μια παρέα από άλλα τέσσερα παιδιά εξομολογήθηκε τον καημό του για ενεργό συμμετοχή στην καταπολέμηση του ναζισμού και του φασιστικού άξονα και όλοι εξέφρασαν διάφορα σχέδια τα οποία όμως ήσαν πολύ επικίνδυνα και μη εφαρμόσιμα. Ο Ιάκωβος Θεοδούλου επεξεργάστηκε το δικό του πιο παράτολμο Σχέδιο, το οποίο έθεσε μπροστά χωρίς εκ των προτέρων να το ανακοινώσει σε κανένα. Κάθε μέρα πήγαινε στη θάλασσα και επεσήμανε την άφιξη και την αναχώρηση γερμανικού πλοίου. Ο Ιάκωβος κάθισε στην Κίμωλο από τις 28 του Απρίλη του 1941 μέχρι τις 17 του Γενάρη 1942.
Είχε μάθει το χωριό και τον κόσμο απ’ έξω και ανακατωτά, θεωρούσε ότι το χρέος του ενάντια στο φασισμό, υπέρ της ελευθερίας των λαών και της δικής του και αυτό τον βασάνιζε καθημερινά. Τη Δευτέρα 17 του Γενάρη του Αγ. Αντωνίου, κατέβηκε όπως πάντα στο καφενείο, παράγγειλε καφέ και περίμενε. Σε λίγο 6 ναύτες Έλληνες και 2 Γερμανοί μπήκαν στο καφενείο και παράγγειλε και γι’ αυτούς καφέ. Αφού ήπιαν τον καφέ τους, ξεκίνησαν για το χωριό, αστειευόμενοι και χαρούμενοι. Κανένας δεν μπορούσε να υποψιαστεί τι γινόταν μέσα στο νου του Ιάκωβου. Αφού περπάτησαν καμιά πενηνταριά μέτρα προς το χωριό, το ένα και μοναδικό χωριό στην Κίμωλο κάθισαν στο καφενείο του Αφεντάκη. Οι δύο Γερμανοί προχώρησαν στο όρτερλι ρουμ στην Αστυνομία να δείξουν τα χαρτιά τους, να τα υπογράψουν στη διοίκηση. Ηταν ψηλοί με δύο αστέρες ο καθένας. Η υπόλοιπη παρέα, συνέχισαν την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων και κοριτσιών, πρόθυμα όλοι προχώρησαν στον περίπατο και οι Γερμανοί μαζί. Διάσχισαν το χωριό και εκεί στη μέση των κακοτράχαλων στενών δρόμων ο Ιάκωβος ανέφερε στους Έλληνες πως εκείνη την ημέρα ήσαν τα γενέθλια του και τους παρακάλεσε να πουν στους Γερμανούς ότι είναι προσκεκλημένοι, και αυτοί αποδέκτηκαν. Έτσι τους προσφώνησε στα ελληνικά και τους ζήτησε να το μεταφράσουν, εξηγώντας τους τον τόπο και τον χώρο που θα τους περίμενε. Ο Ιάκωβος τρέχει και καλεί για τα γενέθλια του όλους τους χωριανούς και τους ζητά να φέρουν μαζί τους τρόφιμα, ποτά και ότι άλλο μπορούν για το γλέντι και μαζί τους μουσικούς με βιολιά και λαούτο.
Όταν μαζεύτηκαν το βράδυ στο οργανωμένο γλέντι και οι Γερμανοί είδαν ότι δεν είχε ψωμί, έστειλαν ένα ναύτη στην Αστυνομία και έφερε δύο ψωμιά. Όταν άναψε το γλέντι, ο χορός, το τραγούδι με τα βιολιά και το λαούτο, ο Ιάκωβος φώναξε τον Ντούσκι - πλοίαρχο - και τον ρώτησε αν το πλοίο μπορεί να πάει μέχρι την Αλεξάνδρεια. Αυτός απάντησε Μωρέ αυτό είναι θηρίο ανήμερο. Μπορεί να διασχίσει τους ωκεανούς μέχρι και την Αυστραλία. Τότε ξαναπήγαν στο γλέντι. Ο Ιάκωβος μπήκε στο δωμάτιο με δύο ποτήρια, έριξε μέσα στο καθένα σταχτό του τσιγάρου, τα γέμισε κρασί και τα πρόσφερε στους Γερμανούς. Όταν τα ήπιαν, σε μικρό χρονικό διάστημα τους πήρε ο ύπνος σε βαθμό νάρκωσης. Ο Ιάκωβος μπήκε στο δωμάτιο, πήρε μερικά προσωπικά του αντικείμενα, βγήκε και διέταξε τον πλοίαρχο και τους ναύτες να πάρουν τους Γερμανούς και να μπουν στο πλοίο. Τους μάζεψε όλους και τους διέταξε να μαζέψουν από τους Γερμανούς χαρτιά, ταυτότητες, τα πάντα που είχαν πάνω τους και... φούντα στη θάλασσα, λέγοντας τους, Ο θάνατος σου η ζωή μου και αυτοί τον προκάλεσαν. Τι αυτοί, δηλαδή αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Αν ξυπνήσουν θα μας ρίξουν αυτοί στη θάλασσα ή στο εκτελεστικό.
Σε ελάχιστο χρόνο, οι δύο Γερμανοί βρέθηκαν στη μαύρη θάλασσα, πέρασαν από τον ύπνο στο θάνατο ανώδυνα. Τότε τους ενημέρωσε όλους για το τελικό Σχέδιο και αφού ρώτησε τον πλοίαρχο αν γνωρίζει το δρομολόγιο για τη Αλεξάνδρεια, ποιους κινδύνους θα συναντούσαν στη διαδρομή, λέγοντας τους ότι ο πόλεμος είναι ανελέητος, ότι το πλοίο και το πολεμικό υλικό που ήταν γεμάτο, που με αυτό θα σκοτώνονταν χιλιάδες άνθρωποι των συμμαχικών δυνάμεων θα καταλήξουν στην Αλεξάνδρεια στα χέρια των συμμάχων. Ο πλοίαρχος ταλαντεύτηκε κάπως αλλά πείσθηκε ότι έπρεπε να περάσουν μεθοδικά τους κινδύνους και να προχωρήσουν στην ολοκλήρωση του Σχεδίου. Όταν πέρασαν τα επικίνδυνα σημεία έβγαλε από τον κόρφο του μια διπλωμένη Ελληνική σημαία και ζήτησε να αντικατασταθεί η Γερμανική με την Ελληνική σημαία, προχωρώντας προς την Αλεξάνδρεια. Στο δρόμο ξέσπασε τραμουντάνα, το πλοίο σαν καρυδότσουφλο στη μανιασμένη θάλασσα και τα μερόνυχτα μαύρα σαν κόλαση. Μα τα κατάφεραν και τελικά έφτασαν στην Αλεξάνδρεια.
Τώρα η χαρά τους δεν είχε σύνορα και φραγμούς. Κατάσκοποι Οι Άγγλοι δεν πίστευαν στα μάτια και στα αυτιά τους. Τους συνέλαβαν όλους τους έκλεισαν ανά ένα στα κελιά της φυλακής, άρχισαν πολύωρες ανακρίσεις και ιδιαίτερα στον Ιάκωβο που τον είχαν παρουσιάσει σαν Καπετάνιο, ο οποίος τους έκαμε πλήρη ενημέρωση δίδοντας τους και όλα τα Γερμανικά έγγραφα, καθώς και τη Γερμανική σημαία που πήραν από τους Γερμανούς. Όμως παρόλα αυτά δεν πίστεψαν. Τι ειρωνεία ο Ιάκωβος εναντίον του Ιάκωβου. Ο Ιάκωβος τους έλεγε και τους ξανά έλεγε όλο το οικογενειακό του δέντρο. Τελικά άνδρες των Αγγλικών υπηρεσιών ήλθαν στην Κύπρο, πήγαν στο πατρικό του σπίτι, κάλεσαν και τους μουκτάρηδες της γύρω περιοχής, πήραν την φωτογραφία του Ιάκωβου από τους γονείς του που τον είχαν για νεκρό και του έκαμναν κόλλυβα και μνημόσυνα. Την πήραν στην Αλεξάνδρεια, τα σύγκριναν όλα και τον κάλεσαν λέγοντας του επίσημα. Τώρα ο Ιάκωβος Θεοδούλου δεν είναι κατάσκοπος. Είσαι ήρωας, όπως και οι συνεργάτες του Απόστολος, Τάσος, Λευτέρης, Αφεντάκης και Σιμός. Στην Αλεξάνδρεια χώρισαν οι δρόμοι των ηρώων του Γερμανικού πλοίου. Οι ναύτες με τον πλοίαρχο από την Ελλάδα τους πήρε το Ελληνικό ναυτικό. Τον Ιάκωβο τον μετέφεραν σε στρατόπεδο κοντά στο Κάιρο.
Στις 12 του Μάη 1942 ακουγόταν από τον Ελεύθερο Ραδιοσταθμό και το Ραδιοσταθμό του Kαΐρου η φωνή του Ιάκωβου Θεοδούλου. Είμαι ο Ιάκωβος Θεοδούλου ο Κύπριος και είμαι στο Κάιρο ζωντανός. Είμαι καλά. Ζήτω ο συμμαχικός Αντιφασιστικός αγώνας.
Η επίσημη παρασημοφόρηση Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τέλειωσε. Όταν ο Ιάκωβος Θεοδούλου ο Κύπριος επέστρεψε στην Κύπρο και έφθασε στον Πωμό, όλο το χωριό Λειβάδι της Πάφου με τους 465 κατοίκους και πολλοί άλλοι κάτοικοι της γύρω περιοχής, βρέθηκαν στους δρόμους και του επεφύλαξαν θερμότατη υποδοχή. Τα χρήματα που πήρε κατά την αποστράτευση μόλις έφτασαν να αγοράσει ένα καινούργιο ποδήλατο μάρκας Ράλλυ. Όταν του στάληκε το μήνυμα της επίσημης παρασημοφόρησης, πήγε στο στρατόπεδο των Πολεμιδιών και όταν ήλθε η ώρα της τελετής υπό τη σκιά της Αγγλικής σημαίας, καθώς ο Κυβερνήτης κρέμασε στον λαιμό του το μετάλλιο τιμητικής διάκρισης που δόθηκε μόνο σε 5-6 σε ολόκληρη την Κοινοπολιτεία του απηύθυνε τα ακόλουθα λόγια:
"Ιάκωβε Θεοδούλου εξύψωσες το όνομα της Κύπρου πολύ ψηλά, εξύψωσες το όνομα του Αγγλικού Στρατού πολύ ψηλά. Πολέμησες για την ελευθερία των λαών και τη δική σου."
Ο Ήρωας, κυνηγημένος πρόσφυγας Με το διπλό έγκλημα του Ιουλίου - Αυγούστου 1974 το πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών και της ΕΟΚΑ Β’ και την Τούρκικη εισβολή, ο ήρωας Ιάκωβος Θεοδούλου κυνηγημένος εγκατέλειψε με την οικογένεια του το χωριό τους χωρίς να πάρουν ούτε τα παράσημα, με τα ρούχα που φορούσαν, για να καταλήξουν στο Καντού σ’ ένα Τουρκοκυπριακό πλινθόκτιστο σπίτι. Στα 40 χρόνια της αντιφασιστικής Νίκης προσεκλήθη από τη Βασίλισσα της Αγγλίας και σε νέα τελετή, του απονεμήθει το μετάλλιο DCM και όλα τα άλλα μετάλλια του. Το 1994 έχασε τη σύζυγο του. Αργότερα όταν δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί κατέληξε σε ένα γηροκομείο και απεβίωσε στις 3/10/2000 και αναπαύεται στο κοιμητήριο Σφαλαγγιώτισσας (νέο κοιμητήριο Λεμεσού). Ποτέ όμως δεν είναι αργά. Η πολιτεία μπορεί και πρέπει να βρει τρόπο να τιμήσει τον Ιάκωβο Θεοδούλου κατά τρόπο που να φωτίζει το δρόμο των νεότερων γενιών στους αγώνες για Ελευθερία, Δημοκρατία, Δικαιοσύνη και Παγκόσμια Ειρήνη. *Ο Χρίστος Κουρτελλάρης ήταν Εθελοντής Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
|