Το κείμενο που ακολουθεί αφιερώνεται στην Κύπρο που τις μέρες αυτές εισέρχεται σ’ ένα νέο κύκλο δοκιμασιών. Η ιστοσελίδα που διαβάζετε είναι ‘’ειδικού σκοπού’’ και δεν προτίθεται να κάνει πολιτική.
Διαβάστε και προβληματιστείτε. Μην ξεχνάτε πως η ιστορία καταγράφεται στα κύτταρα των ανθρώπων. Μπορεί να πέφτει κάποτε σε νάρκη, αλλά δεν απαλείφεται και ξαναζωντανεύει όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν.
Όσα μνημόνια και νόμους να μηχανευτούνε κάποιοι για να φτάσουνε στο στόχο τους, τα μυαλά και τις καρδιές μας δε θα τα βάλουνε ποτέ τους ‘’αποθήκη’’.
Στην Κίμωλο το μολών λαβέ οι πρόγονοι μας το δηλώνανε με τη φράση
ΕΠΑΔΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΜΕ
ΕΠΑΔΑ ΘΑ ΒΑΣΑΝΙΖΟΥΜΑΣΤΕ
ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΥΠΟΘΗΚΗ ΚΙ ‘’ΑΠΟΘΗΚΗ’’
Μυλαργοί και φουρναργοί
Κι οι γαδάροι σκόλη έχουν
Μηδέ βελόνα και κλωστή
Μηδέ πουλί στην πόστα
Έτσι κι απόμαχοι της θάλασσας γεροκαπεταναίοι και ναύτες λιάζονται, καθισμένοι στην πεζούλα της Χρυσοπηγής ανήμερα της Υπαπαντής αφηγούνται διάφορα από την πολυβασανισμένη ζωή τους κι αλληλοπειράζονται.
Οι κιμουλιάτες είναι κατ’ εξοχήν θαλασσόλυκοι, ατρόμητοι. Λίγους κρατεί η Κίμωλος για την καλλιέργεια της γης και τους άλλους τους απασχολεί η θάλασσα. Με τη σκληρή δουλειά τους ‘’πορεύονται’’ και ζούνε τη φαμίλια τους.
Έτσι και πολλά κιμουλιάτικα καϊκια πηγαίνανε στην Κύπρο, την Αλεξάνδρεια, το Φιούμι και στα παλιά χρόνια της σκλαβιάς (εποχή της πειρατείας) και τα ξένα καράβια παίρνανε ναύτες από το νησί.
Τα σιγολέγανε λοιπόν στη λιακάδα οι αξέχαστοι αυτοί ναυτικοί μας. Και προσπερνάει για να πάει στο μύλο ο φίλος τους ο καπετάν Μιχάλης ο ‘’Μπουράμπης’’.
- Πολλά τα έτη σας τους χαιρέτησε.
- Μονό εσύ έλειπες από την παρέα μας του λέει ο γέρο Αποστόλης ο Αποστολίδης. Άσε τον περίπατο στο μύλο και κάτσε στη συντροφιά μας.
- Έχεις όρεξη βλέπω γερ’ Αποστόλη απαντάει ο Μιχάλης μου φαίνεται πως θα ‘χεις κόκορα το μεσημέρι.
Όλοι γελάσανε γατί ξέρανε πως οι αφελείς του νησιού πληρώνανε
συχνά μ’ ένα κόκορα το γερό Αποστόλη που διάβαζε τη σολωμονική (μαγεία) κι έλυνε τα μάγια από τους νιόπαντρους. Σώνονται και στην Κίμωλο οι ‘’κατάδεσμοι’’ (τα σχετικά λόγια)
Για να φύγει από το στενάχωρο θέμα αλλάζει κουβέντα ο γερό Αποστόλης και γυρίζοντας στο φίλο του το Νικολό του Μιχαλάκη του λέει.
-Εσύ κάτι θα θυμάσαι Νικολό από τ’ ονομαστό δάνειο του αδερφού σου που το πήρε βάζοντας ‘’αποθήκη’’ (υποθήκη) την ‘’Πήτττα’’ και τον ‘’Αή Φτάθη’’.
Όλοι περίμεναν ότι ο γερό Νικολός θα θύμωνε και θα ‘φευγε από την παρέα. Μα κείνος έσκασε στα γέλια και αφηγήθηκε.
-Ναι το καϊκι του αδερφού μου ήτανε σαραβαλιασμένο και πηγαίνοντας κάποτε στην Κρήτη ‘’καλάρισε νερά’’. Δε θα μπορούσε πια να κάμει άλλο ταξίδι. Σα ν έφτασε μισοπνιγμένος στην Κρήτη βρισκότανε σε σκέψη πως θα γύριζε πίσω, αν δεν έκανε μερικές επισκευές στο καϊκι και δεν ‘’έπιανε’’ όπως-όπως τα νερά του. Μα χρειαζότανε χρήματα δε θυμούμαι πόσα.
Κι ο δανειστής βρέθηκε. Ήθελε όμως ‘’αποθήκη’’ όπως πρόθυμα του πρότεινε ο καπετάνιος. Του ‘πόγραψε λοιπόν ένα χαρτί βάζοντας του ‘’αποθήκη’’ την ‘’Πήττα’’ και τον ‘’ Άη Φτάθη’’.
-Πάλι καλά που δεν του ‘βαλε και τον ‘’Άη Γιώργη’’ να ‘χω βάσανα τον διέκοψε ο γέροντας που συνήθιζε να περνάει το χειμώνα του στην Κίμωλο.
-Έννοια σου γέροντα και τα δυο νησάκια ‘’τον εφτάνανε’’. (εκφραστικό σχήμα υπερβολής καθώς Άη Γιώργης κι Αη Φτάθης βρίσκονται σε κοντινές νησίδες λίγο έξω από το λιμάνι της Κιμώλου). Με το μικρό αυτό δάνειο μερεμέτισε όσο μπόρεσε το καϊκι γιατί δεν έμπαινε ούτε καρφί και γύρισε πίσω.
Θαρρώ πως ένα δυο ταξίδια έκανε ακόμα κι έπειτα όπως θυμάστε το καϊκι άνοιξε στη μέση στο πέλαο όπως πήγαινε φορτωμένο ‘’πόρια’’ (κυβόλιθοι από φυσικό πωρόλιθο της Κιμώλου) στον Πειραιά. Κι ο Θεός τους φύλαξε και δε βουλιάξανε κι εκείνοι μαζί γιατί προφτάσανε και μπήκανε στη βάρκα.
Ο δανειστής που ήτανε ξένος, σε κάμποσο καιρό ήρθε στην Κίμωλο για να βγάλει στη δημοπρασία την ‘’αποθήκη’’ και να πάρει πίσω το χρήμα του. Όταν ξεμπάρκαρε στην Ψάθη ρώτησε το Συρινάκη που είδε πρώτο μπροστά του, καθώς έμπαινε στη βάρκα του, που βρισκότανε η ‘’Πήττα’’ και ο ‘’Αη Φτάθης’’.
-Πήγαινε με ως εκεί του είπε γιατί θέλω να τα δω για να τα βγάλω αύριο στη δημοπρασία …
Η κουβέντα δεν τέλειωσε γιατί κάποιος που πέρασε, πείραξε το γερό Στρατάκη τον πατέρα της Βιολέτας που ήτανε στην παρέα λέγοντας. ‘’Γέρο το γένι σου’’. Μπαστούνια πεταχτήκανε,φωνές ακούστηκαν κι η ιστορία της δημοπρασίας δεν τελείωσε … Δεν είχε άλλωστε και συνέχεια.