Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Μια αναφορά του 1778 για τη ζωή στην Κίμωλο...

(Παραδοσιακή ενδυμασία Κιμώλου 1778)

Α. ΒΙΖΑΝΙ  ΚΙΜΩΛΟΣ

Το 1793 κυκλοφόρησε στο Λονδίνο ένα εικονογραφημένο χρονικό περιηγήσεων στην Ελλάδα που πραγματοποιήθηκαν από τον Μάιο του 1788 ως τον Φεβρουάριο του 1789. Συγγραφέας του αξιόλογου αυτού οδοιπορικού φέρεται ένας ανώνυμος <<Ιταλός τζέντλεμαν>>. Στον τίτλο, ωστόσο, προβάλλεται ο Άγγλος ζωγράφος και αρχιτέκτονας JAMES STUART, γνωστός από τις εργασίες (μαζί με τον συνάδελφο του REVETT) αποτυπώσεων αρχαίων αθηναϊκών μνημείων.

Δημιουργείται έτσι το ερώτημα: ποιος ήταν ο πραγματικός συγγραφέας του χρονικού; Μήπως ο JAMES STUART; Αλλά ο Άγγλος καλλιτέχνης και αρχαιολόγος είχε πεθάνει στις αρχές του 1788, πριν ακόμα πραγματοποιηθεί το επίμαχο ταξίδι στην Ελλάδα.
Ο Άγγλος αρχαιολόγος JAMES MORTON PATON υποστηρίζει ότι ο ανώνυμος συγγραφέας είναι ο Ιταλός ALESSANDRO BISANI.
Στο βιβλίο υπάρχουν μόνο πέντε χαλκογραφίες του STUART από την Αθήνα κι οπωσδήποτε αυτές οι εικόνες δεν ήταν αρκετές να του εξασφαλίσουν την πατρότητα του έργου. Φαίνεται ότι η προβολή του ονόματος του JAMES STUART έγινε από τον εκδότη αποκλειστικά για κυκλοφοριακούς λόγους. Η αιτία που υπαγόρευσε την αποσιώπηση του ονόματος του ALESSANDRO BISANI παραμένει άγνωστη.
Γεγονός πάντως είναι πως ο Ιταλός περιηγητής, ευσυνείδητος, απροκατάληπτος, κάτι ολότελα ασυνήθιστο για καθολικό, ενημερωμένος και προικισμένος με ερευνητικό πνεύμα, έδωσε ένα λαμπρό ταξιδιωτικό κείμενο. Μερικές παρατηρήσεις του μάλιστα πάνω σε καίρια προβλήματα του τότε Ελληνισμού είναι πολυσήμαντες.

Η περιήγηση στον Ελληνικό χώρο αρχίζει από την Κίμωλο, πολυσύχναστη σκάλα στις Κυκλάδες σ΄ολόκληρο τον ΙΗ' αιώνα, όπου ο ανώνυμος περιηγητής και οι συνταξιδιώτες του έφθασαν τέλη Μαίου 1788.

Όλοι οι κάτοικοι του νησιού έσπευσαν στην κατοικία του προεστού όπου είχαν καταλύσει οι ξένοι <<για να τους δουν και να μάθουν νέα>>. Ο σπιτονοικοκύρης πρόσφερε στους επισκέπτες γάλα, (το μόνο που παράγει το νησί), χωρίς να δεχθή χρήματα.

<<Η διακόσμηση του σπιτιού προσαρμοσμένη στην αισθητική και στις συνήθειες του τόπου, ήταν όλη όλη κάτι μικρά επιχρυσωμένα κανάτια από κιμωλία γη και εικόνες αγίων>>.
Πρόσεξε ότι όλοι οι νησιώτες άκουγαν τον προεστό με μεγάλη προσοχή. <<Με τα άσπρα γένια του, το επιβλητικό και μεγαλόπρεπο ύφος και κυρίως την ηλικία και την υποδειγματική αρετή του, έχει εξασφαλίσει  την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του. Είμαι βέβαιος πώς στην Ελλάδα ανακουφίζεται κανείς από τα βάσανα των γερατειών με το σεβασμό, την υπακοή και την καλοσύνη που συναντά σ' όλους τους νέους>>. Οι κάτοικοι της Κιμώλου ήταν όλοι ναυτικοί και οι περισσότεροι από αυτούς άριστοι πιλότοι. Μιλούσαν ιταλικά, γαλλικά, ακόμα και αγγλικά. Οι γυναίκες έπλεκαν κάλτσες μπαμπακερές που αποτελούν βασικό έσοδο για το πάμπτωχο νησί.

Στους περισσότερους από τους ξένους, που ταξίδεψαν στην Κίμωλο προκαλούσε εντύπωση η ζωηρή κοινωνικότητα των γυναικών. Έτσι πολλοί επηρεασμένοι από τις παλαιότερες περιπέτειες του νησιού, που είχε μεταβληθεί σε καταφύγιο των πειρατών κατά τους χειμερινούς μήνες, μιλούσαν για ανηθικότητα. Η ίδια πλάνη και οι ίδιες παρεξηγήσεις είχαν δημιουργηθεί και κατά τον ΙΖ' αιώνα στους ταξιδιώτες που έβλεπαν την ελευθερία των γυναικών της Χίου. Ο Ιταλός περιηγητής έχει την ικανότητα να ανακαλύψει τα αίτια της πρόθυμης επικοινωνίας των γυναικών της Κιμώλου με τους ξένους, κάτι αδιανόητο για τους πληθυσμούς των άλλων νησιωτικών και ηπειρωτικών ελληνικών περιοχών.

<<Η φυσική τους ζωηράδα, μαζί με την επιθυμία να διαθέσουν τα χειροτεχνήματα τους, έχουν δημιουργήσει τόση οικειότητα με τους ξένους, ώστε πολλές από αυτές μας έπιαναν από το μπράτσο και μας οδηγούσαν στα σπίτια τους. Αυτή η συμπεριφορά καλλιέργησε την εντύπωση ότι οι γυναίκες της Κιμώλου δεν είναι ενάρετες>>. Στην πραγματικότητα προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν την πώληση των προϊόντων τους που αποτελούσαν την μοναδική ελπίδα για επιβίωση στο ολότελα άγονο νησί τους.

Δεν είναι ούτε όμορφες ούτε άσχημες, παρατηρεί ο συγγραφέας του χρονικού. << Έχουν πλούσιο στήθος και πολύ παχιά πόδια. Γι' αυτά τα χοντρά πόδια τους καμαρώνουν ιδιαίτερα και κάνουν ότι μπορούν (φορώντας κυρίως πολλά ζευγάρια κάλτσες) για να αυξήσουν τον όγκο τους. Η φορεσιά τους είναι περίεργη. Πάνω στο πουκάμισο που κουμπώνει κάτω από το στήθος και φθάνει λίγο κάτω από τα γόνατα, φορούν ένα χρυσοκέντητο ζιπούνι με κόκκινη μπορντούρα που περιβάλλει το στήθος χωρίς να εμποδίζει την προβολή του. Ένα μαντήλι στερεωμένο στο κεφάλι κυματίζει πίσω. Φοράνε άσπρες κάλτσες, μικρά υποδήματα και κεφαλοδέσια κάθε λογής>>.

Όλα τα παιδιά του χωριού ζητούσαν από τους ξένους <<ένα παρά>>. Οι κάτοικοι ζούσαν σε εξαθλίωση. Ωστόσο, παρατηρεί ο περιηγητής, τα εγκλήματα είναι σπάνια στο νησί.