Μια φορά λοιπόν κάποιος Κιμωλιάτης καραβοκύρης είχε <<καργάρει>> (μπατάρει) το καϊκι του μες στη θάλασσα με σκοπό να το <<παλαμίσει>>. Δηλαδή, να το καθαρίσει από κάτω και να το λιπάνει προσεχτικά. Το ξεσαβούρωτο καϊκι - λένε οι ναυτικοί - μοιάζει πάντα σαν το λαούτο! Το γέρνεις και το πασπατεύεις όπου θες, βάρδα να μη σου τουμπάρει απότομα! Έτσι γίνεται και με το πλεούμενο. Το γέρνεις μέχρι να φανερωθεί η καρένα του, κάνεις τη δουλειά σου και γλυτώνεις τη φασαρία να το τραβάς ανήμπορος στη στεριά.
Αφού λοιπόν το ξέπλυνε αρχικά, άρχισε να το καλαφατίζει κανονικά: Να φράζει δηλαδή τους αρμούς του ξύλου, με το <<καλαφατικό>>. Αυτό το εργαλείο ήταν ένα μονό ή διπλό ατσάλινο κοπίδι που το χτυπούσε με τη <<ματσόλα>> (ξύλινο πλατύ σφυρί), για να σπρώχνει όσο πιο βαθιά χωρούσε μέσα στους αρμούς, το ποτισμένο με κατράμι κλώστινο στουπί.
Έτσι γινόταν το καλαφάτισμα. Και μ' αυτές τις προετοιμασίες θα προχωρούσε τώρα ο καπετάνιος, στη δεύτερη και απαραίτητη φάση των εργασιών του, δηλαδή στο παλάμισμα. Για να παλαμίσει όμως τα πλευρά του έπρεπε να 'χει φτιάξει το υλικό και να διαθέτει το ειδικό εργαλείο.
Το προφυλαχτικό αυτό υλικό - δηλαδή την <<απαλάμη>> - παρασκεύαζαν μονάχοι τους οι καραβοκύρηδες! Ήταν ένα λίπος που το βγάζανε από την εξωτερική επιφάνεια των νεφρών του μοσχαριού. Το χτυπούσαν με χοντρό αλάτι πάνω στα γκρεμνά και όταν διαμορφωνόταν σε μια συμπαγή μάζα σαν μπάλα, τη φύλαγαν και τη χρησιμοποιούσαν όταν την ήθελαν. Πριν από τη χρήση ζεσταίναν πάντα την απαλάμη. Μετά ρίχναν και <<τερματίνη>> (κομμάτια σαν πίσσα κόκκινη) για να πήζει. Κι άλλες φορές πάλι την ανακάτευαν με <<κοκκινάβαρη>> (κόκκινη ώχρα) έτσι που να δίνουν και χρωματισμό στο παλάμισμα!
Μέχρι εδώ λοιπόν πήγαιναν μια χαρά! Μα την τελευταία ώρα που χρειάστηκε να παλαμίσει το καϊκι του, δεν βρήκε πουθενά τη <<μαλακταριά>>: Μακρύ ξύλινο κοντάρι περίπου σαν το σκουπόξυλο, που με μια πιθαμή αρνίσια προβιά με φουντωτό μαλλί δεμένο στην άκρη, θα μάζευε το υλικό και θ' άλειφε τα πλευρά. Τότε μεσ' στην παραζάλη του, θυμήθηκε κάποιο συμπατριώτη του νοικοκύρη. Το 'βαλε στα πόδια και έτρεξε να δανειστεί τη μαλακταριά του. Ευτυχώς τον πρόλαβε και ζήτησε γεμάτος αγωνία αυτό που του 'λειπε. Εκείνος τότε χωρίς βιασύνη και άρνηση του απάντησε ειρωνικά:
- Κοίτα να δεις πόσες έχω... Μια - δυο - τρεις!
- Μωρέ δόσ' μου μια, να παλαμίσω το σκαφίδι μου, κι άσε τα μετρήματα κατά μέρος. Ήρθε όμως η σωσίβιος λέμβος σαν τον κεραυνό. - Δεν σου δίνω ούτε μια του 'πε. Γλάρωσε τα μάτια του ο κακόμοιρος και τον κοίταξε με μια περίεργη απορία.
- Μωρέ ήντα 'ναι τούτα που μου λες συνάδελφε;
- <<Κάμε και συ να 'χεις>>! του επανέλαβε απειλητικά ο κάτοχος των τριών κρεμασμένων μαλακταριών. Όχι γιατί ήταν κακιασμένος, αλλά γιατί το 'ξερε, και ήταν κατάλληλη η ευκαιρία να τον διδάξει κάτι. Πως ό,τι έχεις ανάγκη για μια δουλειά, πρέπει να το συγκεντρώνεις νωρίτερα και όχι να ψάχνεις να το βρεις τελευταία ώρα. - Κάμε και συ να 'χεις... - Κάμε και συ να 'χεις...
Μονολογούσε τώρα κι έτρεχε με τη μαλακταριά στα χέρια, μπας και προλάβει διαλυμένη και ζεστή ακόμα, την <<απαλάμη>> του. Κι όσο άλειφε όλο κι επαναλάμβανε την απόκριση του συναδέλφου του, που τον έκαψε. <<Κάμε και συ να 'χεις>>! Μια ακόμη παροιμιώδης φρασεολογία των Κιμωλιάτικων αναγνωσμάτων, που βγήκε μέσα απ' τις αγωνίες, τις συναλλαγές, το διάλογο, αλλά και τη βαθιά φιλοσοφία των παλιών ανθρώπων του μόχθου και της αρμύρας.>>
Πηγή: <<Κιμωλιακών Παροιμιών το Ανάγνωσμα>> του Αντωνίου Γ. Τρούλλου.