Αυτή τη φορά θα περιπλανηθούμε στα <<Μναστήρια>> της
Κιμώλου. Ν' ανάψουμε τα σβηστά καντήλια της Παναγιάς, να προσκυνήσουμε τις
εικόνες της, να λιβανίσουμε δίχως φόβο και μέσα απ' του λιβανιού την άχνα και
το βοητό της θάλασσας, να μεταφερθούμε σε μιαν άλλη εποχή.
Κάποια νύχτα του χειμώνα, με το κύμα να σπα αγριεμένο στα διπλανά
βράχια και τους Κουρσάρους να κοιμούνται ελεύθερα και κατάχαμα, στο χώρο της
εκκλησίας. Δυο τρεις γυναίκες που βόσκουνε στην περιφέρεια εκείνη τα πρόβατα
τους, ξεκινούν με πίστη και ευλάβεια ν' ανάψουν σύναυγα τα καντήλια.
Έτσι συνήθιζαν τότε. Πριν ακόμα χαράξει, οι γυναίκες να 'χουν
κάμει τούτο το ιερό χρέος- ν' ανάψουν και να λιβανίσουν το θαυματουργό
ξώκκλησο!
Αυτή την παραδοσιακή συνήθεια θα τη συναντήσουμε και στη Σίφνο.
Και ξεχωριστά κάθε Σαββατόβραδο που δεν έπρεπε ποτέ να μένουνε σβηστά τα
καντήλια της Παναγίας της Χρυσοπηγής ( βρίσκεται κι αυτή χτισμένη κοντά στη
θάλασσα). Το επιβεβαιώνει μάλιστα και ο ποιητής Αριστ. Προβελέγγιος στο σχετικό
με τη Χρυσοπηγή ποίημά του:
<<..Αυτό ν' το τάξιμό των κάθε
Σαββάτο βράδυ
αυτό ν' το τρέξιμο των σε νύχτες σε
σκοτάδι...>>
Χαρακτηριστικό είναι πως τούτες δω οι δύο παραδόσεις συμβαδίζουν
και συνταιριάζουν μεταξύ τους. Και ξεχωρίζουν μόνο στο τρόπο της θεϊκής
επέμβασης, για την απολύτρωση των γυναικών από τα χέρια των φοβερών κουρσάρων.
Αλλά ας δούμε τα πράγματα με την κανονική τους εξέλιξη. Φτάσανε
λοιπόν οι γυναίκες στο Μοναστήρι της Παναγίας της Χρυσοπηγής. Μα σαν άνοιξαν
την πόρτα, αντίκρυσαν ένα τρομακτικό θέαμα. Τους κουρσάρους να κοιμούνται κάτω
στο δάπεδο. Καμμιά όμως δεν υποχωρούσε. Η πίστη τους νικά! Έτσι μπαίνει η πρώτη
μέσα και ανάβει αθόρυβα το καντήλι της Παναγιάς. Οι άλλες με το θιμιατό στο
χέρι προσπαθούν ν' ανάψουν πρώτα τα κάρβουνα κι ύστερα να ρίξουν το λιβάνι στη
φωτιά. Δεν είναι απαραίτητο να μπουν μέσα. Μπορεί κι από την πόρτα να
εκτελέσουν το χρέος τους. Κι' έτσι ήταν το πιο σωστό.
Όλα τώρα έχουν τελειώσει κανονικά. Μα ο καπνός το φως και τα
βήματα των γυναικών που απομακρύνονται, τους ξυπνούν και τους βάζουν σ'
ανησυχία. Τρέχουν τότε να τις συλλάβουν.
Θα χρησιμοποιήσω πάλι μερικούς στίχους από το ποίημα του
Προβελέγγιου, για ν' αποδείξω μέχρι εδώ πόσο συνταιριάζουν οι παραδόσεις μας:
<< Μα την στιγμή εκείνη ηθέλησεν η μοίρα οι φοβεροί
κουρσάροι να ξυπνήσουν και με κραυγές βλαστήμιες να τις κυνηγήσουν...>>
Η πίστη και η ευλάβεια όπλισε με φτερά αγγελικά τις γυναίκες για
να γίνουν άπιαστες και άφαντες από τα χέρια και τα μάτια των πειρατών. Μα ο
υπερήφανος κουρσάρος, απέδωσε σε μαγικά κι άλλα αίτια τη γρήγορη απομάκρυνση
εκείνης της τελευταίας Κιμωλιάτισσας. Γι' αυτό της φώναζε δυνατά, για να τον
ακούσει και να δικαιολογήσει την αποτυχία του!
<<Αχ! διαόλου κόρη δε σού 'ραψε η μάνα σου το πουκάμισο
σου (πουκαμίσα) με κορθαλιά να μπερδέψουνε τα ποδάρια σου...>>
Εδώ είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε τί είναι η <<κορθαλιά>>
για να δώσουμε πιο εύκολα την έννοια αυτής της παροιμιώδους φράσης που λέγεται
μέχρι σήμερα στην Κίμωλο.
Είναι λοιπόν η <<Κορθαλιά>> το κλώστινο κρόσι, ή πιο
απλά, το περίσεμα της κλωστής από το στημόνι της κρεβαταριάς (= του αργαλιού)
με το τέλειωμα ενός υφαντού. Αυτές τις κοντές κλωστές, αφού τις ψαλιδίζανε απ'
το υφαντό, τις παίρνανε τις ένωναν τις περνούσανε σε βελόνες και ράβανε τα
ρούχα τους, εκείνο τον καιρό. Έπρεπε όμως όταν έκαναν την ένωση μεταξύ τους να
βάζουν σταυρωτά τις κλωστές για να φεύγει το κακό από πάνω τους. Γιατί αν δεν
τις σταύρωναν, όποιος ή όποια φορούσε ρούχο ραμμένο με κορθαλιά, μπερδεύονταν
τα πόδια και δεν μπορούσε να τρέξει γρήγορα. Για τούτο ακριβώς απέφευγαν να
ράβουν με ασταύρωτη κορθαλιά, τα παντελόνια των μικρών παιδιών.
Όπως και τα παντελόνια των κληρωτών για να μη μπερδεύουνε τα πόδια
όταν αντιμετωπίζανε πόλεμο. Αυτή λοιπόν τη σκέψη έκαναν κι οι κουρσάροι. Δεν
ήταν ραμένη η πουκαμίσα της γυναίκας με ασταύρωτη κορθαλιά, γι' αυτό έγινε
καπνός και χάθηκε απ' τα μάτια τους!..>>
Πηγή: <<Κιμωλιακών Παροιμιών το Ανάγνωσμα>> του
Αντωνίου Γ. Τρούλλου.